헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταρχαιρεσιάζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταρχαιρεσιάζω καταρχαιρεσιάσω

형태분석: κατ (접두사) + ἀρχαιρεσιάζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to defeat in an election

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταρχαιρεσιάζω

καταρχαιρεσιάζεις

καταρχαιρεσιάζει

쌍수 καταρχαιρεσιάζετον

καταρχαιρεσιάζετον

복수 καταρχαιρεσιάζομεν

καταρχαιρεσιάζετε

καταρχαιρεσιάζουσιν*

접속법단수 καταρχαιρεσιάζω

καταρχαιρεσιάζῃς

καταρχαιρεσιάζῃ

쌍수 καταρχαιρεσιάζητον

καταρχαιρεσιάζητον

복수 καταρχαιρεσιάζωμεν

καταρχαιρεσιάζητε

καταρχαιρεσιάζωσιν*

기원법단수 καταρχαιρεσιάζοιμι

καταρχαιρεσιάζοις

καταρχαιρεσιάζοι

쌍수 καταρχαιρεσιάζοιτον

καταρχαιρεσιαζοίτην

복수 καταρχαιρεσιάζοιμεν

καταρχαιρεσιάζοιτε

καταρχαιρεσιάζοιεν

명령법단수 καταρχαιρεσίαζε

καταρχαιρεσιαζέτω

쌍수 καταρχαιρεσιάζετον

καταρχαιρεσιαζέτων

복수 καταρχαιρεσιάζετε

καταρχαιρεσιαζόντων, καταρχαιρεσιαζέτωσαν

부정사 καταρχαιρεσιάζειν

분사 남성여성중성
καταρχαιρεσιαζων

καταρχαιρεσιαζοντος

καταρχαιρεσιαζουσα

καταρχαιρεσιαζουσης

καταρχαιρεσιαζον

καταρχαιρεσιαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταρχαιρεσιάζομαι

καταρχαιρεσιάζει, καταρχαιρεσιάζῃ

καταρχαιρεσιάζεται

쌍수 καταρχαιρεσιάζεσθον

καταρχαιρεσιάζεσθον

복수 καταρχαιρεσιαζόμεθα

καταρχαιρεσιάζεσθε

καταρχαιρεσιάζονται

접속법단수 καταρχαιρεσιάζωμαι

καταρχαιρεσιάζῃ

καταρχαιρεσιάζηται

쌍수 καταρχαιρεσιάζησθον

καταρχαιρεσιάζησθον

복수 καταρχαιρεσιαζώμεθα

καταρχαιρεσιάζησθε

καταρχαιρεσιάζωνται

기원법단수 καταρχαιρεσιαζοίμην

καταρχαιρεσιάζοιο

καταρχαιρεσιάζοιτο

쌍수 καταρχαιρεσιάζοισθον

καταρχαιρεσιαζοίσθην

복수 καταρχαιρεσιαζοίμεθα

καταρχαιρεσιάζοισθε

καταρχαιρεσιάζοιντο

명령법단수 καταρχαιρεσιάζου

καταρχαιρεσιαζέσθω

쌍수 καταρχαιρεσιάζεσθον

καταρχαιρεσιαζέσθων

복수 καταρχαιρεσιάζεσθε

καταρχαιρεσιαζέσθων, καταρχαιρεσιαζέσθωσαν

부정사 καταρχαιρεσιάζεσθαι

분사 남성여성중성
καταρχαιρεσιαζομενος

καταρχαιρεσιαζομενου

καταρχαιρεσιαζομενη

καταρχαιρεσιαζομενης

καταρχαιρεσιαζομενον

καταρχαιρεσιαζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταρχαιρεσιάσω

καταρχαιρεσιάσεις

καταρχαιρεσιάσει

쌍수 καταρχαιρεσιάσετον

καταρχαιρεσιάσετον

복수 καταρχαιρεσιάσομεν

καταρχαιρεσιάσετε

καταρχαιρεσιάσουσιν*

기원법단수 καταρχαιρεσιάσοιμι

καταρχαιρεσιάσοις

καταρχαιρεσιάσοι

쌍수 καταρχαιρεσιάσοιτον

καταρχαιρεσιασοίτην

복수 καταρχαιρεσιάσοιμεν

καταρχαιρεσιάσοιτε

καταρχαιρεσιάσοιεν

부정사 καταρχαιρεσιάσειν

분사 남성여성중성
καταρχαιρεσιασων

καταρχαιρεσιασοντος

καταρχαιρεσιασουσα

καταρχαιρεσιασουσης

καταρχαιρεσιασον

καταρχαιρεσιασοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταρχαιρεσιάσομαι

καταρχαιρεσιάσει, καταρχαιρεσιάσῃ

καταρχαιρεσιάσεται

쌍수 καταρχαιρεσιάσεσθον

καταρχαιρεσιάσεσθον

복수 καταρχαιρεσιασόμεθα

καταρχαιρεσιάσεσθε

καταρχαιρεσιάσονται

기원법단수 καταρχαιρεσιασοίμην

καταρχαιρεσιάσοιο

καταρχαιρεσιάσοιτο

쌍수 καταρχαιρεσιάσοισθον

καταρχαιρεσιασοίσθην

복수 καταρχαιρεσιασοίμεθα

καταρχαιρεσιάσοισθε

καταρχαιρεσιάσοιντο

부정사 καταρχαιρεσιάσεσθαι

분사 남성여성중성
καταρχαιρεσιασομενος

καταρχαιρεσιασομενου

καταρχαιρεσιασομενη

καταρχαιρεσιασομενης

καταρχαιρεσιασομενον

καταρχαιρεσιασομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to defeat in an election

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION