Ancient Greek-English Dictionary Language

καταργέω

ε-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καταργέω

Structure: κατ (Prefix) + ἀργέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to leave unemployed or idle
  2. to make of no effect, to abolish, cease

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατάργω κατάργεις κατάργει
Dual κατάργειτον κατάργειτον
Plural κατάργουμεν κατάργειτε κατάργουσιν*
SubjunctiveSingular κατάργω κατάργῃς κατάργῃ
Dual κατάργητον κατάργητον
Plural κατάργωμεν κατάργητε κατάργωσιν*
OptativeSingular κατάργοιμι κατάργοις κατάργοι
Dual κατάργοιτον καταργοίτην
Plural κατάργοιμεν κατάργοιτε κατάργοιεν
ImperativeSingular κατᾶργει καταργεῖτω
Dual κατάργειτον καταργεῖτων
Plural κατάργειτε καταργοῦντων, καταργεῖτωσαν
Infinitive κατάργειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταργων καταργουντος καταργουσα καταργουσης καταργουν καταργουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατάργουμαι κατάργει, κατάργῃ κατάργειται
Dual κατάργεισθον κατάργεισθον
Plural καταργοῦμεθα κατάργεισθε κατάργουνται
SubjunctiveSingular κατάργωμαι κατάργῃ κατάργηται
Dual κατάργησθον κατάργησθον
Plural καταργώμεθα κατάργησθε κατάργωνται
OptativeSingular καταργοίμην κατάργοιο κατάργοιτο
Dual κατάργοισθον καταργοίσθην
Plural καταργοίμεθα κατάργοισθε κατάργοιντο
ImperativeSingular κατάργου καταργεῖσθω
Dual κατάργεισθον καταργεῖσθων
Plural κατάργεισθε καταργεῖσθων, καταργεῖσθωσαν
Infinitive κατάργεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταργουμενος καταργουμενου καταργουμενη καταργουμενης καταργουμενον καταργουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Derived

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION