헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταπορνεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταπορνεύω καταπορνεύσω

형태분석: κατα (접두사) + πορνεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 천하게 하다
  1. to prostitute

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπορνεύω

(나는) 천하게 한다

καταπορνεύεις

(너는) 천하게 한다

καταπορνεύει

(그는) 천하게 한다

쌍수 καταπορνεύετον

(너희 둘은) 천하게 한다

καταπορνεύετον

(그 둘은) 천하게 한다

복수 καταπορνεύομεν

(우리는) 천하게 한다

καταπορνεύετε

(너희는) 천하게 한다

καταπορνεύουσιν*

(그들은) 천하게 한다

접속법단수 καταπορνεύω

(나는) 천하게 하자

καταπορνεύῃς

(너는) 천하게 하자

καταπορνεύῃ

(그는) 천하게 하자

쌍수 καταπορνεύητον

(너희 둘은) 천하게 하자

καταπορνεύητον

(그 둘은) 천하게 하자

복수 καταπορνεύωμεν

(우리는) 천하게 하자

καταπορνεύητε

(너희는) 천하게 하자

καταπορνεύωσιν*

(그들은) 천하게 하자

기원법단수 καταπορνεύοιμι

(나는) 천하게 하기를 (바라다)

καταπορνεύοις

(너는) 천하게 하기를 (바라다)

καταπορνεύοι

(그는) 천하게 하기를 (바라다)

쌍수 καταπορνεύοιτον

(너희 둘은) 천하게 하기를 (바라다)

καταπορνευοίτην

(그 둘은) 천하게 하기를 (바라다)

복수 καταπορνεύοιμεν

(우리는) 천하게 하기를 (바라다)

καταπορνεύοιτε

(너희는) 천하게 하기를 (바라다)

καταπορνεύοιεν

(그들은) 천하게 하기를 (바라다)

명령법단수 καταπόρνευε

(너는) 천하게 해라

καταπορνευέτω

(그는) 천하게 해라

쌍수 καταπορνεύετον

(너희 둘은) 천하게 해라

καταπορνευέτων

(그 둘은) 천하게 해라

복수 καταπορνεύετε

(너희는) 천하게 해라

καταπορνευόντων, καταπορνευέτωσαν

(그들은) 천하게 해라

부정사 καταπορνεύειν

천하게 하는 것

분사 남성여성중성
καταπορνευων

καταπορνευοντος

καταπορνευουσα

καταπορνευουσης

καταπορνευον

καταπορνευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπορνεύομαι

(나는) 천하게 된다

καταπορνεύει, καταπορνεύῃ

(너는) 천하게 된다

καταπορνεύεται

(그는) 천하게 된다

쌍수 καταπορνεύεσθον

(너희 둘은) 천하게 된다

καταπορνεύεσθον

(그 둘은) 천하게 된다

복수 καταπορνευόμεθα

(우리는) 천하게 된다

καταπορνεύεσθε

(너희는) 천하게 된다

καταπορνεύονται

(그들은) 천하게 된다

접속법단수 καταπορνεύωμαι

(나는) 천하게 되자

καταπορνεύῃ

(너는) 천하게 되자

καταπορνεύηται

(그는) 천하게 되자

쌍수 καταπορνεύησθον

(너희 둘은) 천하게 되자

καταπορνεύησθον

(그 둘은) 천하게 되자

복수 καταπορνευώμεθα

(우리는) 천하게 되자

καταπορνεύησθε

(너희는) 천하게 되자

καταπορνεύωνται

(그들은) 천하게 되자

기원법단수 καταπορνευοίμην

(나는) 천하게 되기를 (바라다)

καταπορνεύοιο

(너는) 천하게 되기를 (바라다)

καταπορνεύοιτο

(그는) 천하게 되기를 (바라다)

쌍수 καταπορνεύοισθον

(너희 둘은) 천하게 되기를 (바라다)

καταπορνευοίσθην

(그 둘은) 천하게 되기를 (바라다)

복수 καταπορνευοίμεθα

(우리는) 천하게 되기를 (바라다)

καταπορνεύοισθε

(너희는) 천하게 되기를 (바라다)

καταπορνεύοιντο

(그들은) 천하게 되기를 (바라다)

명령법단수 καταπορνεύου

(너는) 천하게 되어라

καταπορνευέσθω

(그는) 천하게 되어라

쌍수 καταπορνεύεσθον

(너희 둘은) 천하게 되어라

καταπορνευέσθων

(그 둘은) 천하게 되어라

복수 καταπορνεύεσθε

(너희는) 천하게 되어라

καταπορνευέσθων, καταπορνευέσθωσαν

(그들은) 천하게 되어라

부정사 καταπορνεύεσθαι

천하게 되는 것

분사 남성여성중성
καταπορνευομενος

καταπορνευομενου

καταπορνευομενη

καταπορνευομενης

καταπορνευομενον

καταπορνευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπορνεύσω

(나는) 천하게 하겠다

καταπορνεύσεις

(너는) 천하게 하겠다

καταπορνεύσει

(그는) 천하게 하겠다

쌍수 καταπορνεύσετον

(너희 둘은) 천하게 하겠다

καταπορνεύσετον

(그 둘은) 천하게 하겠다

복수 καταπορνεύσομεν

(우리는) 천하게 하겠다

καταπορνεύσετε

(너희는) 천하게 하겠다

καταπορνεύσουσιν*

(그들은) 천하게 하겠다

기원법단수 καταπορνεύσοιμι

(나는) 천하게 하겠기를 (바라다)

καταπορνεύσοις

(너는) 천하게 하겠기를 (바라다)

καταπορνεύσοι

(그는) 천하게 하겠기를 (바라다)

쌍수 καταπορνεύσοιτον

(너희 둘은) 천하게 하겠기를 (바라다)

καταπορνευσοίτην

(그 둘은) 천하게 하겠기를 (바라다)

복수 καταπορνεύσοιμεν

(우리는) 천하게 하겠기를 (바라다)

καταπορνεύσοιτε

(너희는) 천하게 하겠기를 (바라다)

καταπορνεύσοιεν

(그들은) 천하게 하겠기를 (바라다)

부정사 καταπορνεύσειν

천하게 할 것

분사 남성여성중성
καταπορνευσων

καταπορνευσοντος

καταπορνευσουσα

καταπορνευσουσης

καταπορνευσον

καταπορνευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπορνεύσομαι

(나는) 천하게 되겠다

καταπορνεύσει, καταπορνεύσῃ

(너는) 천하게 되겠다

καταπορνεύσεται

(그는) 천하게 되겠다

쌍수 καταπορνεύσεσθον

(너희 둘은) 천하게 되겠다

καταπορνεύσεσθον

(그 둘은) 천하게 되겠다

복수 καταπορνευσόμεθα

(우리는) 천하게 되겠다

καταπορνεύσεσθε

(너희는) 천하게 되겠다

καταπορνεύσονται

(그들은) 천하게 되겠다

기원법단수 καταπορνευσοίμην

(나는) 천하게 되겠기를 (바라다)

καταπορνεύσοιο

(너는) 천하게 되겠기를 (바라다)

καταπορνεύσοιτο

(그는) 천하게 되겠기를 (바라다)

쌍수 καταπορνεύσοισθον

(너희 둘은) 천하게 되겠기를 (바라다)

καταπορνευσοίσθην

(그 둘은) 천하게 되겠기를 (바라다)

복수 καταπορνευσοίμεθα

(우리는) 천하게 되겠기를 (바라다)

καταπορνεύσοισθε

(너희는) 천하게 되겠기를 (바라다)

καταπορνεύσοιντο

(그들은) 천하게 되겠기를 (바라다)

부정사 καταπορνεύσεσθαι

천하게 될 것

분사 남성여성중성
καταπορνευσομενος

καταπορνευσομενου

καταπορνευσομενη

καταπορνευσομενης

καταπορνευσομενον

καταπορνευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπόρνευον

(나는) 천하게 하고 있었다

κατεπόρνευες

(너는) 천하게 하고 있었다

κατεπόρνευεν*

(그는) 천하게 하고 있었다

쌍수 κατεπορνεύετον

(너희 둘은) 천하게 하고 있었다

κατεπορνευέτην

(그 둘은) 천하게 하고 있었다

복수 κατεπορνεύομεν

(우리는) 천하게 하고 있었다

κατεπορνεύετε

(너희는) 천하게 하고 있었다

κατεπόρνευον

(그들은) 천하게 하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπορνευόμην

(나는) 천하게 되고 있었다

κατεπορνεύου

(너는) 천하게 되고 있었다

κατεπορνεύετο

(그는) 천하게 되고 있었다

쌍수 κατεπορνεύεσθον

(너희 둘은) 천하게 되고 있었다

κατεπορνευέσθην

(그 둘은) 천하게 되고 있었다

복수 κατεπορνευόμεθα

(우리는) 천하게 되고 있었다

κατεπορνεύεσθε

(너희는) 천하게 되고 있었다

κατεπορνεύοντο

(그들은) 천하게 되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 천하게 하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION