헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταπλύνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταπλύνω

형태분석: κατα (접두사) + πλύν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 흠뻑 적시다, 담그다
  2. 잊혀지다, 잊히다
  1. to wash by pouring over, to drench
  2. to wash out, washed out, forgotten

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπλύνω

(나는) 흠뻑 적신다

καταπλύνεις

(너는) 흠뻑 적신다

καταπλύνει

(그는) 흠뻑 적신다

쌍수 καταπλύνετον

(너희 둘은) 흠뻑 적신다

καταπλύνετον

(그 둘은) 흠뻑 적신다

복수 καταπλύνομεν

(우리는) 흠뻑 적신다

καταπλύνετε

(너희는) 흠뻑 적신다

καταπλύνουσιν*

(그들은) 흠뻑 적신다

접속법단수 καταπλύνω

(나는) 흠뻑 적시자

καταπλύνῃς

(너는) 흠뻑 적시자

καταπλύνῃ

(그는) 흠뻑 적시자

쌍수 καταπλύνητον

(너희 둘은) 흠뻑 적시자

καταπλύνητον

(그 둘은) 흠뻑 적시자

복수 καταπλύνωμεν

(우리는) 흠뻑 적시자

καταπλύνητε

(너희는) 흠뻑 적시자

καταπλύνωσιν*

(그들은) 흠뻑 적시자

기원법단수 καταπλύνοιμι

(나는) 흠뻑 적시기를 (바라다)

καταπλύνοις

(너는) 흠뻑 적시기를 (바라다)

καταπλύνοι

(그는) 흠뻑 적시기를 (바라다)

쌍수 καταπλύνοιτον

(너희 둘은) 흠뻑 적시기를 (바라다)

καταπλυνοίτην

(그 둘은) 흠뻑 적시기를 (바라다)

복수 καταπλύνοιμεν

(우리는) 흠뻑 적시기를 (바라다)

καταπλύνοιτε

(너희는) 흠뻑 적시기를 (바라다)

καταπλύνοιεν

(그들은) 흠뻑 적시기를 (바라다)

명령법단수 καταπλύνε

(너는) 흠뻑 적셔라

καταπλυνέτω

(그는) 흠뻑 적셔라

쌍수 καταπλύνετον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔라

καταπλυνέτων

(그 둘은) 흠뻑 적셔라

복수 καταπλύνετε

(너희는) 흠뻑 적셔라

καταπλυνόντων, καταπλυνέτωσαν

(그들은) 흠뻑 적셔라

부정사 καταπλύνειν

흠뻑 적시는 것

분사 남성여성중성
καταπλυνων

καταπλυνοντος

καταπλυνουσα

καταπλυνουσης

καταπλυνον

καταπλυνοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπλύνομαι

(나는) 흠뻑 적셔진다

καταπλύνει, καταπλύνῃ

(너는) 흠뻑 적셔진다

καταπλύνεται

(그는) 흠뻑 적셔진다

쌍수 καταπλύνεσθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔진다

καταπλύνεσθον

(그 둘은) 흠뻑 적셔진다

복수 καταπλυνόμεθα

(우리는) 흠뻑 적셔진다

καταπλύνεσθε

(너희는) 흠뻑 적셔진다

καταπλύνονται

(그들은) 흠뻑 적셔진다

접속법단수 καταπλύνωμαι

(나는) 흠뻑 적셔지자

καταπλύνῃ

(너는) 흠뻑 적셔지자

καταπλύνηται

(그는) 흠뻑 적셔지자

쌍수 καταπλύνησθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔지자

καταπλύνησθον

(그 둘은) 흠뻑 적셔지자

복수 καταπλυνώμεθα

(우리는) 흠뻑 적셔지자

καταπλύνησθε

(너희는) 흠뻑 적셔지자

καταπλύνωνται

(그들은) 흠뻑 적셔지자

기원법단수 καταπλυνοίμην

(나는) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

καταπλύνοιο

(너는) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

καταπλύνοιτο

(그는) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

쌍수 καταπλύνοισθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

καταπλυνοίσθην

(그 둘은) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

복수 καταπλυνοίμεθα

(우리는) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

καταπλύνοισθε

(너희는) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

καταπλύνοιντο

(그들은) 흠뻑 적셔지기를 (바라다)

명령법단수 καταπλύνου

(너는) 흠뻑 적셔져라

καταπλυνέσθω

(그는) 흠뻑 적셔져라

쌍수 καταπλύνεσθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔져라

καταπλυνέσθων

(그 둘은) 흠뻑 적셔져라

복수 καταπλύνεσθε

(너희는) 흠뻑 적셔져라

καταπλυνέσθων, καταπλυνέσθωσαν

(그들은) 흠뻑 적셔져라

부정사 καταπλύνεσθαι

흠뻑 적셔지는 것

분사 남성여성중성
καταπλυνομενος

καταπλυνομενου

καταπλυνομενη

καταπλυνομενης

καταπλυνομενον

καταπλυνομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατέπλυνον

(나는) 흠뻑 적시고 있었다

κατέπλυνες

(너는) 흠뻑 적시고 있었다

κατέπλυνεν*

(그는) 흠뻑 적시고 있었다

쌍수 κατεπλύνετον

(너희 둘은) 흠뻑 적시고 있었다

κατεπλυνέτην

(그 둘은) 흠뻑 적시고 있었다

복수 κατεπλύνομεν

(우리는) 흠뻑 적시고 있었다

κατεπλύνετε

(너희는) 흠뻑 적시고 있었다

κατέπλυνον

(그들은) 흠뻑 적시고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπλυνόμην

(나는) 흠뻑 적셔지고 있었다

κατεπλύνου

(너는) 흠뻑 적셔지고 있었다

κατεπλύνετο

(그는) 흠뻑 적셔지고 있었다

쌍수 κατεπλύνεσθον

(너희 둘은) 흠뻑 적셔지고 있었다

κατεπλυνέσθην

(그 둘은) 흠뻑 적셔지고 있었다

복수 κατεπλυνόμεθα

(우리는) 흠뻑 적셔지고 있었다

κατεπλύνεσθε

(너희는) 흠뻑 적셔지고 있었다

κατεπλύνοντο

(그들은) 흠뻑 적셔지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 흠뻑 적시다

  2. 잊혀지다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION