헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταπαλαίω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταπαλαίω καταπαλαίσω

형태분석: κατα (접두사) + παλαί (어간) + ω (인칭어미)

  1. 전복시키다, 끌어내리다, 파괴하다
  1. to throw in wrestling, to overthrow

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπαλαίω

(나는) 전복시킨다

καταπαλαίεις

(너는) 전복시킨다

καταπαλαίει

(그는) 전복시킨다

쌍수 καταπαλαίετον

(너희 둘은) 전복시킨다

καταπαλαίετον

(그 둘은) 전복시킨다

복수 καταπαλαίομεν

(우리는) 전복시킨다

καταπαλαίετε

(너희는) 전복시킨다

καταπαλαίουσιν*

(그들은) 전복시킨다

접속법단수 καταπαλαίω

(나는) 전복시키자

καταπαλαίῃς

(너는) 전복시키자

καταπαλαίῃ

(그는) 전복시키자

쌍수 καταπαλαίητον

(너희 둘은) 전복시키자

καταπαλαίητον

(그 둘은) 전복시키자

복수 καταπαλαίωμεν

(우리는) 전복시키자

καταπαλαίητε

(너희는) 전복시키자

καταπαλαίωσιν*

(그들은) 전복시키자

기원법단수 καταπαλαίοιμι

(나는) 전복시키기를 (바라다)

καταπαλαίοις

(너는) 전복시키기를 (바라다)

καταπαλαίοι

(그는) 전복시키기를 (바라다)

쌍수 καταπαλαίοιτον

(너희 둘은) 전복시키기를 (바라다)

καταπαλαιοίτην

(그 둘은) 전복시키기를 (바라다)

복수 καταπαλαίοιμεν

(우리는) 전복시키기를 (바라다)

καταπαλαίοιτε

(너희는) 전복시키기를 (바라다)

καταπαλαίοιεν

(그들은) 전복시키기를 (바라다)

명령법단수 καταπάλαιε

(너는) 전복시켜라

καταπαλαιέτω

(그는) 전복시켜라

쌍수 καταπαλαίετον

(너희 둘은) 전복시켜라

καταπαλαιέτων

(그 둘은) 전복시켜라

복수 καταπαλαίετε

(너희는) 전복시켜라

καταπαλαιόντων, καταπαλαιέτωσαν

(그들은) 전복시켜라

부정사 καταπαλαίειν

전복시키는 것

분사 남성여성중성
καταπαλαιων

καταπαλαιοντος

καταπαλαιουσα

καταπαλαιουσης

καταπαλαιον

καταπαλαιοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπαλαίομαι

(나는) 전복한다

καταπαλαίει, καταπαλαίῃ

(너는) 전복한다

καταπαλαίεται

(그는) 전복한다

쌍수 καταπαλαίεσθον

(너희 둘은) 전복한다

καταπαλαίεσθον

(그 둘은) 전복한다

복수 καταπαλαιόμεθα

(우리는) 전복한다

καταπαλαίεσθε

(너희는) 전복한다

καταπαλαίονται

(그들은) 전복한다

접속법단수 καταπαλαίωμαι

(나는) 전복하자

καταπαλαίῃ

(너는) 전복하자

καταπαλαίηται

(그는) 전복하자

쌍수 καταπαλαίησθον

(너희 둘은) 전복하자

καταπαλαίησθον

(그 둘은) 전복하자

복수 καταπαλαιώμεθα

(우리는) 전복하자

καταπαλαίησθε

(너희는) 전복하자

καταπαλαίωνται

(그들은) 전복하자

기원법단수 καταπαλαιοίμην

(나는) 전복하기를 (바라다)

καταπαλαίοιο

(너는) 전복하기를 (바라다)

καταπαλαίοιτο

(그는) 전복하기를 (바라다)

쌍수 καταπαλαίοισθον

(너희 둘은) 전복하기를 (바라다)

καταπαλαιοίσθην

(그 둘은) 전복하기를 (바라다)

복수 καταπαλαιοίμεθα

(우리는) 전복하기를 (바라다)

καταπαλαίοισθε

(너희는) 전복하기를 (바라다)

καταπαλαίοιντο

(그들은) 전복하기를 (바라다)

명령법단수 καταπαλαίου

(너는) 전복해라

καταπαλαιέσθω

(그는) 전복해라

쌍수 καταπαλαίεσθον

(너희 둘은) 전복해라

καταπαλαιέσθων

(그 둘은) 전복해라

복수 καταπαλαίεσθε

(너희는) 전복해라

καταπαλαιέσθων, καταπαλαιέσθωσαν

(그들은) 전복해라

부정사 καταπαλαίεσθαι

전복하는 것

분사 남성여성중성
καταπαλαιομενος

καταπαλαιομενου

καταπαλαιομενη

καταπαλαιομενης

καταπαλαιομενον

καταπαλαιομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπαλαίσω

(나는) 전복시키겠다

καταπαλαίσεις

(너는) 전복시키겠다

καταπαλαίσει

(그는) 전복시키겠다

쌍수 καταπαλαίσετον

(너희 둘은) 전복시키겠다

καταπαλαίσετον

(그 둘은) 전복시키겠다

복수 καταπαλαίσομεν

(우리는) 전복시키겠다

καταπαλαίσετε

(너희는) 전복시키겠다

καταπαλαίσουσιν*

(그들은) 전복시키겠다

기원법단수 καταπαλαίσοιμι

(나는) 전복시키겠기를 (바라다)

καταπαλαίσοις

(너는) 전복시키겠기를 (바라다)

καταπαλαίσοι

(그는) 전복시키겠기를 (바라다)

쌍수 καταπαλαίσοιτον

(너희 둘은) 전복시키겠기를 (바라다)

καταπαλαισοίτην

(그 둘은) 전복시키겠기를 (바라다)

복수 καταπαλαίσοιμεν

(우리는) 전복시키겠기를 (바라다)

καταπαλαίσοιτε

(너희는) 전복시키겠기를 (바라다)

καταπαλαίσοιεν

(그들은) 전복시키겠기를 (바라다)

부정사 καταπαλαίσειν

전복시킬 것

분사 남성여성중성
καταπαλαισων

καταπαλαισοντος

καταπαλαισουσα

καταπαλαισουσης

καταπαλαισον

καταπαλαισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταπαλαίσομαι

(나는) 전복하겠다

καταπαλαίσει, καταπαλαίσῃ

(너는) 전복하겠다

καταπαλαίσεται

(그는) 전복하겠다

쌍수 καταπαλαίσεσθον

(너희 둘은) 전복하겠다

καταπαλαίσεσθον

(그 둘은) 전복하겠다

복수 καταπαλαισόμεθα

(우리는) 전복하겠다

καταπαλαίσεσθε

(너희는) 전복하겠다

καταπαλαίσονται

(그들은) 전복하겠다

기원법단수 καταπαλαισοίμην

(나는) 전복하겠기를 (바라다)

καταπαλαίσοιο

(너는) 전복하겠기를 (바라다)

καταπαλαίσοιτο

(그는) 전복하겠기를 (바라다)

쌍수 καταπαλαίσοισθον

(너희 둘은) 전복하겠기를 (바라다)

καταπαλαισοίσθην

(그 둘은) 전복하겠기를 (바라다)

복수 καταπαλαισοίμεθα

(우리는) 전복하겠기를 (바라다)

καταπαλαίσοισθε

(너희는) 전복하겠기를 (바라다)

καταπαλαίσοιντο

(그들은) 전복하겠기를 (바라다)

부정사 καταπαλαίσεσθαι

전복할 것

분사 남성여성중성
καταπαλαισομενος

καταπαλαισομενου

καταπαλαισομενη

καταπαλαισομενης

καταπαλαισομενον

καταπαλαισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπάλαιον

(나는) 전복시키고 있었다

κατεπάλαιες

(너는) 전복시키고 있었다

κατεπάλαιεν*

(그는) 전복시키고 있었다

쌍수 κατεπαλαίετον

(너희 둘은) 전복시키고 있었다

κατεπαλαιέτην

(그 둘은) 전복시키고 있었다

복수 κατεπαλαίομεν

(우리는) 전복시키고 있었다

κατεπαλαίετε

(너희는) 전복시키고 있었다

κατεπάλαιον

(그들은) 전복시키고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεπαλαιόμην

(나는) 전복하고 있었다

κατεπαλαίου

(너는) 전복하고 있었다

κατεπαλαίετο

(그는) 전복하고 있었다

쌍수 κατεπαλαίεσθον

(너희 둘은) 전복하고 있었다

κατεπαλαιέσθην

(그 둘은) 전복하고 있었다

복수 κατεπαλαιόμεθα

(우리는) 전복하고 있었다

κατεπαλαίεσθε

(너희는) 전복하고 있었다

κατεπαλαίοντο

(그들은) 전복하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 전복시키다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION