헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατανοτίζω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατανοτίζω κατανοτίσω

형태분석: κατα (접두사) + νοτίζ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to bedew

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανοτίζω

κατανοτίζεις

κατανοτίζει

쌍수 κατανοτίζετον

κατανοτίζετον

복수 κατανοτίζομεν

κατανοτίζετε

κατανοτίζουσιν*

접속법단수 κατανοτίζω

κατανοτίζῃς

κατανοτίζῃ

쌍수 κατανοτίζητον

κατανοτίζητον

복수 κατανοτίζωμεν

κατανοτίζητε

κατανοτίζωσιν*

기원법단수 κατανοτίζοιμι

κατανοτίζοις

κατανοτίζοι

쌍수 κατανοτίζοιτον

κατανοτιζοίτην

복수 κατανοτίζοιμεν

κατανοτίζοιτε

κατανοτίζοιεν

명령법단수 κατανότιζε

κατανοτιζέτω

쌍수 κατανοτίζετον

κατανοτιζέτων

복수 κατανοτίζετε

κατανοτιζόντων, κατανοτιζέτωσαν

부정사 κατανοτίζειν

분사 남성여성중성
κατανοτιζων

κατανοτιζοντος

κατανοτιζουσα

κατανοτιζουσης

κατανοτιζον

κατανοτιζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανοτίζομαι

κατανοτίζει, κατανοτίζῃ

κατανοτίζεται

쌍수 κατανοτίζεσθον

κατανοτίζεσθον

복수 κατανοτιζόμεθα

κατανοτίζεσθε

κατανοτίζονται

접속법단수 κατανοτίζωμαι

κατανοτίζῃ

κατανοτίζηται

쌍수 κατανοτίζησθον

κατανοτίζησθον

복수 κατανοτιζώμεθα

κατανοτίζησθε

κατανοτίζωνται

기원법단수 κατανοτιζοίμην

κατανοτίζοιο

κατανοτίζοιτο

쌍수 κατανοτίζοισθον

κατανοτιζοίσθην

복수 κατανοτιζοίμεθα

κατανοτίζοισθε

κατανοτίζοιντο

명령법단수 κατανοτίζου

κατανοτιζέσθω

쌍수 κατανοτίζεσθον

κατανοτιζέσθων

복수 κατανοτίζεσθε

κατανοτιζέσθων, κατανοτιζέσθωσαν

부정사 κατανοτίζεσθαι

분사 남성여성중성
κατανοτιζομενος

κατανοτιζομενου

κατανοτιζομενη

κατανοτιζομενης

κατανοτιζομενον

κατανοτιζομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανοτίσω

κατανοτίσεις

κατανοτίσει

쌍수 κατανοτίσετον

κατανοτίσετον

복수 κατανοτίσομεν

κατανοτίσετε

κατανοτίσουσιν*

기원법단수 κατανοτίσοιμι

κατανοτίσοις

κατανοτίσοι

쌍수 κατανοτίσοιτον

κατανοτισοίτην

복수 κατανοτίσοιμεν

κατανοτίσοιτε

κατανοτίσοιεν

부정사 κατανοτίσειν

분사 남성여성중성
κατανοτισων

κατανοτισοντος

κατανοτισουσα

κατανοτισουσης

κατανοτισον

κατανοτισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατανοτίσομαι

κατανοτίσει, κατανοτίσῃ

κατανοτίσεται

쌍수 κατανοτίσεσθον

κατανοτίσεσθον

복수 κατανοτισόμεθα

κατανοτίσεσθε

κατανοτίσονται

기원법단수 κατανοτισοίμην

κατανοτίσοιο

κατανοτίσοιτο

쌍수 κατανοτίσοισθον

κατανοτισοίσθην

복수 κατανοτισοίμεθα

κατανοτίσοισθε

κατανοτίσοιντο

부정사 κατανοτίσεσθαι

분사 남성여성중성
κατανοτισομενος

κατανοτισομενου

κατανοτισομενη

κατανοτισομενης

κατανοτισομενον

κατανοτισομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to bedew

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION