헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταμαντεύομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταμαντεύομαι

형태분석: κατα (접두사) + μαντεύ (어간) + ομαι (인칭어미)

  1. 추측하다, 짐작하다, 가정하다
  1. to divine, surmise

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταμαντεύομαι

(나는) 추측한다

καταμαντεύει, καταμαντεύῃ

(너는) 추측한다

καταμαντεύεται

(그는) 추측한다

쌍수 καταμαντεύεσθον

(너희 둘은) 추측한다

καταμαντεύεσθον

(그 둘은) 추측한다

복수 καταμαντευόμεθα

(우리는) 추측한다

καταμαντεύεσθε

(너희는) 추측한다

καταμαντεύονται

(그들은) 추측한다

접속법단수 καταμαντεύωμαι

(나는) 추측하자

καταμαντεύῃ

(너는) 추측하자

καταμαντεύηται

(그는) 추측하자

쌍수 καταμαντεύησθον

(너희 둘은) 추측하자

καταμαντεύησθον

(그 둘은) 추측하자

복수 καταμαντευώμεθα

(우리는) 추측하자

καταμαντεύησθε

(너희는) 추측하자

καταμαντεύωνται

(그들은) 추측하자

기원법단수 καταμαντευοίμην

(나는) 추측하기를 (바라다)

καταμαντεύοιο

(너는) 추측하기를 (바라다)

καταμαντεύοιτο

(그는) 추측하기를 (바라다)

쌍수 καταμαντεύοισθον

(너희 둘은) 추측하기를 (바라다)

καταμαντευοίσθην

(그 둘은) 추측하기를 (바라다)

복수 καταμαντευοίμεθα

(우리는) 추측하기를 (바라다)

καταμαντεύοισθε

(너희는) 추측하기를 (바라다)

καταμαντεύοιντο

(그들은) 추측하기를 (바라다)

명령법단수 καταμαντεύου

(너는) 추측해라

καταμαντευέσθω

(그는) 추측해라

쌍수 καταμαντεύεσθον

(너희 둘은) 추측해라

καταμαντευέσθων

(그 둘은) 추측해라

복수 καταμαντεύεσθε

(너희는) 추측해라

καταμαντευέσθων, καταμαντευέσθωσαν

(그들은) 추측해라

부정사 καταμαντεύεσθαι

추측하는 것

분사 남성여성중성
καταμαντευομενος

καταμαντευομενου

καταμαντευομενη

καταμαντευομενης

καταμαντευομενον

καταμαντευομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεμαντευόμην

(나는) 추측하고 있었다

κατεμαντεύου

(너는) 추측하고 있었다

κατεμαντεύετο

(그는) 추측하고 있었다

쌍수 κατεμαντεύεσθον

(너희 둘은) 추측하고 있었다

κατεμαντευέσθην

(그 둘은) 추측하고 있었다

복수 κατεμαντευόμεθα

(우리는) 추측하고 있었다

κατεμαντεύεσθε

(너희는) 추측하고 있었다

κατεμαντεύοντο

(그들은) 추측하고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ πολλαὶ καὶ τοῦτο ἐν ταῖσ οἰμωγαῖσ κατεμαντεύοντο τῇ πόλει, μηδὲν αὐτὴν ὀνήσειν τοὺσ παῖδασ ἐκδιδομένουσ· (Appian, The Foreign Wars, chapter 11 4:6)

    (아피아노스, The Foreign Wars, chapter 11 4:6)

  • κακοὶ δ’ ἦσαν ἄρα τῶν μελλόντων στοχασταὶ καὶ κατεμαντεύοντο τῶν ἐχθρῶν ἃ τοῖσ ἰδίοισ αὐτῶν ἐπῄει παθεῖν. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 328:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 328:1)

유의어

  1. 추측하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION