헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακυκλόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακυκλόω κατακυκλώσω

형태분석: κατα (접두사) + κυκλό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 둘러싸다, 에워싸다
  1. to encircle;

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακυκλῶ

(나는) 둘러싼다

κατακυκλοῖς

(너는) 둘러싼다

κατακυκλοῖ

(그는) 둘러싼다

쌍수 κατακυκλοῦτον

(너희 둘은) 둘러싼다

κατακυκλοῦτον

(그 둘은) 둘러싼다

복수 κατακυκλοῦμεν

(우리는) 둘러싼다

κατακυκλοῦτε

(너희는) 둘러싼다

κατακυκλοῦσιν*

(그들은) 둘러싼다

접속법단수 κατακυκλῶ

(나는) 둘러싸자

κατακυκλοῖς

(너는) 둘러싸자

κατακυκλοῖ

(그는) 둘러싸자

쌍수 κατακυκλῶτον

(너희 둘은) 둘러싸자

κατακυκλῶτον

(그 둘은) 둘러싸자

복수 κατακυκλῶμεν

(우리는) 둘러싸자

κατακυκλῶτε

(너희는) 둘러싸자

κατακυκλῶσιν*

(그들은) 둘러싸자

기원법단수 κατακυκλοῖμι

(나는) 둘러싸기를 (바라다)

κατακυκλοῖς

(너는) 둘러싸기를 (바라다)

κατακυκλοῖ

(그는) 둘러싸기를 (바라다)

쌍수 κατακυκλοῖτον

(너희 둘은) 둘러싸기를 (바라다)

κατακυκλοίτην

(그 둘은) 둘러싸기를 (바라다)

복수 κατακυκλοῖμεν

(우리는) 둘러싸기를 (바라다)

κατακυκλοῖτε

(너희는) 둘러싸기를 (바라다)

κατακυκλοῖεν

(그들은) 둘러싸기를 (바라다)

명령법단수 κατακύκλου

(너는) 둘러싸라

κατακυκλούτω

(그는) 둘러싸라

쌍수 κατακυκλοῦτον

(너희 둘은) 둘러싸라

κατακυκλούτων

(그 둘은) 둘러싸라

복수 κατακυκλοῦτε

(너희는) 둘러싸라

κατακυκλούντων, κατακυκλούτωσαν

(그들은) 둘러싸라

부정사 κατακυκλοῦν

둘러싸는 것

분사 남성여성중성
κατακυκλων

κατακυκλουντος

κατακυκλουσα

κατακυκλουσης

κατακυκλουν

κατακυκλουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακυκλοῦμαι

(나는) 둘러싸여진다

κατακυκλοῖ

(너는) 둘러싸여진다

κατακυκλοῦται

(그는) 둘러싸여진다

쌍수 κατακυκλοῦσθον

(너희 둘은) 둘러싸여진다

κατακυκλοῦσθον

(그 둘은) 둘러싸여진다

복수 κατακυκλούμεθα

(우리는) 둘러싸여진다

κατακυκλοῦσθε

(너희는) 둘러싸여진다

κατακυκλοῦνται

(그들은) 둘러싸여진다

접속법단수 κατακυκλῶμαι

(나는) 둘러싸여지자

κατακυκλοῖ

(너는) 둘러싸여지자

κατακυκλῶται

(그는) 둘러싸여지자

쌍수 κατακυκλῶσθον

(너희 둘은) 둘러싸여지자

κατακυκλῶσθον

(그 둘은) 둘러싸여지자

복수 κατακυκλώμεθα

(우리는) 둘러싸여지자

κατακυκλῶσθε

(너희는) 둘러싸여지자

κατακυκλῶνται

(그들은) 둘러싸여지자

기원법단수 κατακυκλοίμην

(나는) 둘러싸여지기를 (바라다)

κατακυκλοῖο

(너는) 둘러싸여지기를 (바라다)

κατακυκλοῖτο

(그는) 둘러싸여지기를 (바라다)

쌍수 κατακυκλοῖσθον

(너희 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다)

κατακυκλοίσθην

(그 둘은) 둘러싸여지기를 (바라다)

복수 κατακυκλοίμεθα

(우리는) 둘러싸여지기를 (바라다)

κατακυκλοῖσθε

(너희는) 둘러싸여지기를 (바라다)

κατακυκλοῖντο

(그들은) 둘러싸여지기를 (바라다)

명령법단수 κατακυκλοῦ

(너는) 둘러싸여져라

κατακυκλούσθω

(그는) 둘러싸여져라

쌍수 κατακυκλοῦσθον

(너희 둘은) 둘러싸여져라

κατακυκλούσθων

(그 둘은) 둘러싸여져라

복수 κατακυκλοῦσθε

(너희는) 둘러싸여져라

κατακυκλούσθων, κατακυκλούσθωσαν

(그들은) 둘러싸여져라

부정사 κατακυκλοῦσθαι

둘러싸여지는 것

분사 남성여성중성
κατακυκλουμενος

κατακυκλουμενου

κατακυκλουμενη

κατακυκλουμενης

κατακυκλουμενον

κατακυκλουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακυκλώσω

(나는) 둘러싸겠다

κατακυκλώσεις

(너는) 둘러싸겠다

κατακυκλώσει

(그는) 둘러싸겠다

쌍수 κατακυκλώσετον

(너희 둘은) 둘러싸겠다

κατακυκλώσετον

(그 둘은) 둘러싸겠다

복수 κατακυκλώσομεν

(우리는) 둘러싸겠다

κατακυκλώσετε

(너희는) 둘러싸겠다

κατακυκλώσουσιν*

(그들은) 둘러싸겠다

기원법단수 κατακυκλώσοιμι

(나는) 둘러싸겠기를 (바라다)

κατακυκλώσοις

(너는) 둘러싸겠기를 (바라다)

κατακυκλώσοι

(그는) 둘러싸겠기를 (바라다)

쌍수 κατακυκλώσοιτον

(너희 둘은) 둘러싸겠기를 (바라다)

κατακυκλωσοίτην

(그 둘은) 둘러싸겠기를 (바라다)

복수 κατακυκλώσοιμεν

(우리는) 둘러싸겠기를 (바라다)

κατακυκλώσοιτε

(너희는) 둘러싸겠기를 (바라다)

κατακυκλώσοιεν

(그들은) 둘러싸겠기를 (바라다)

부정사 κατακυκλώσειν

둘러쌀 것

분사 남성여성중성
κατακυκλωσων

κατακυκλωσοντος

κατακυκλωσουσα

κατακυκλωσουσης

κατακυκλωσον

κατακυκλωσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατακυκλώσομαι

(나는) 둘러싸여지겠다

κατακυκλώσει, κατακυκλώσῃ

(너는) 둘러싸여지겠다

κατακυκλώσεται

(그는) 둘러싸여지겠다

쌍수 κατακυκλώσεσθον

(너희 둘은) 둘러싸여지겠다

κατακυκλώσεσθον

(그 둘은) 둘러싸여지겠다

복수 κατακυκλωσόμεθα

(우리는) 둘러싸여지겠다

κατακυκλώσεσθε

(너희는) 둘러싸여지겠다

κατακυκλώσονται

(그들은) 둘러싸여지겠다

기원법단수 κατακυκλωσοίμην

(나는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

κατακυκλώσοιο

(너는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

κατακυκλώσοιτο

(그는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

쌍수 κατακυκλώσοισθον

(너희 둘은) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

κατακυκλωσοίσθην

(그 둘은) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

복수 κατακυκλωσοίμεθα

(우리는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

κατακυκλώσοισθε

(너희는) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

κατακυκλώσοιντο

(그들은) 둘러싸여지겠기를 (바라다)

부정사 κατακυκλώσεσθαι

둘러싸여질 것

분사 남성여성중성
κατακυκλωσομενος

κατακυκλωσομενου

κατακυκλωσομενη

κατακυκλωσομενης

κατακυκλωσομενον

κατακυκλωσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκύκλουν

(나는) 둘러싸고 있었다

κατεκύκλους

(너는) 둘러싸고 있었다

κατεκύκλουν*

(그는) 둘러싸고 있었다

쌍수 κατεκυκλοῦτον

(너희 둘은) 둘러싸고 있었다

κατεκυκλούτην

(그 둘은) 둘러싸고 있었다

복수 κατεκυκλοῦμεν

(우리는) 둘러싸고 있었다

κατεκυκλοῦτε

(너희는) 둘러싸고 있었다

κατεκύκλουν

(그들은) 둘러싸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεκυκλούμην

(나는) 둘러싸여지고 있었다

κατεκυκλοῦ

(너는) 둘러싸여지고 있었다

κατεκυκλοῦτο

(그는) 둘러싸여지고 있었다

쌍수 κατεκυκλοῦσθον

(너희 둘은) 둘러싸여지고 있었다

κατεκυκλούσθην

(그 둘은) 둘러싸여지고 있었다

복수 κατεκυκλούμεθα

(우리는) 둘러싸여지고 있었다

κατεκυκλοῦσθε

(너희는) 둘러싸여지고 있었다

κατεκυκλοῦντο

(그들은) 둘러싸여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 둘러싸다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION