Ancient Greek-English Dictionary Language

κατακονδυλίζω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: κατακονδυλίζω

Structure: κατακονδυλίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: ko/ndulos

Sense

  1. to buffet sharply

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατακονδυλίζω κατακονδυλίζεις κατακονδυλίζει
Dual κατακονδυλίζετον κατακονδυλίζετον
Plural κατακονδυλίζομεν κατακονδυλίζετε κατακονδυλίζουσιν*
SubjunctiveSingular κατακονδυλίζω κατακονδυλίζῃς κατακονδυλίζῃ
Dual κατακονδυλίζητον κατακονδυλίζητον
Plural κατακονδυλίζωμεν κατακονδυλίζητε κατακονδυλίζωσιν*
OptativeSingular κατακονδυλίζοιμι κατακονδυλίζοις κατακονδυλίζοι
Dual κατακονδυλίζοιτον κατακονδυλιζοίτην
Plural κατακονδυλίζοιμεν κατακονδυλίζοιτε κατακονδυλίζοιεν
ImperativeSingular κατακονδύλιζε κατακονδυλιζέτω
Dual κατακονδυλίζετον κατακονδυλιζέτων
Plural κατακονδυλίζετε κατακονδυλιζόντων, κατακονδυλιζέτωσαν
Infinitive κατακονδυλίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
κατακονδυλιζων κατακονδυλιζοντος κατακονδυλιζουσα κατακονδυλιζουσης κατακονδυλιζον κατακονδυλιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular κατακονδυλίζομαι κατακονδυλίζει, κατακονδυλίζῃ κατακονδυλίζεται
Dual κατακονδυλίζεσθον κατακονδυλίζεσθον
Plural κατακονδυλιζόμεθα κατακονδυλίζεσθε κατακονδυλίζονται
SubjunctiveSingular κατακονδυλίζωμαι κατακονδυλίζῃ κατακονδυλίζηται
Dual κατακονδυλίζησθον κατακονδυλίζησθον
Plural κατακονδυλιζώμεθα κατακονδυλίζησθε κατακονδυλίζωνται
OptativeSingular κατακονδυλιζοίμην κατακονδυλίζοιο κατακονδυλίζοιτο
Dual κατακονδυλίζοισθον κατακονδυλιζοίσθην
Plural κατακονδυλιζοίμεθα κατακονδυλίζοισθε κατακονδυλίζοιντο
ImperativeSingular κατακονδυλίζου κατακονδυλιζέσθω
Dual κατακονδυλίζεσθον κατακονδυλιζέσθων
Plural κατακονδυλίζεσθε κατακονδυλιζέσθων, κατακονδυλιζέσθωσαν
Infinitive κατακονδυλίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
κατακονδυλιζομενος κατακονδυλιζομενου κατακονδυλιζομενη κατακονδυλιζομενης κατακονδυλιζομενον κατακονδυλιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to buffet sharply

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION