헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κατακλείς

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: κατακλείς κατακλεῖδος

형태분석: κατακλειδ (어간) + ς (어미)

  1. 열쇠, 키
  1. an instrument for fastening doors, a key

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 κατακλείς

열쇠가

κατακλεῖδε

열쇠들이

κατακλεῖδες

열쇠들이

속격 κατακλεῖδος

열쇠의

κατακλείδοιν

열쇠들의

κατακλείδων

열쇠들의

여격 κατακλεῖδι

열쇠에게

κατακλείδοιν

열쇠들에게

κατακλεῖσιν*

열쇠들에게

대격 κατακλεῖδα

열쇠를

κατακλεῖδε

열쇠들을

κατακλεῖδας

열쇠들을

호격 κατακλεί

열쇠야

κατακλεῖδε

열쇠들아

κατακλεῖδες

열쇠들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οὗτοσ ὁ χιτὼν κολποῦται μὲν οὐδαμόθεν, λαγαρὸν δὲ παρέχων τὸν βροχωτῆρα τοῦ αὐχένοσ ἁρπεδόσιν ἐκ τῆσ ὠάσ καὶ τῶν κατὰ στέρνον καὶ μετάφρενον ἠρτημέναισ ἀναδεῖται ὑπὲρ ἑκατέραν κατακλεῖδα· (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 3 196:3)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 3 196:3)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION