Ancient Greek-English Dictionary Language

καταγοράζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καταγοράζω καταγοράσω

Structure: κατ (Prefix) + ἀγοράζ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to buy up

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταγοράζω καταγοράζεις καταγοράζει
Dual καταγοράζετον καταγοράζετον
Plural καταγοράζομεν καταγοράζετε καταγοράζουσιν*
SubjunctiveSingular καταγοράζω καταγοράζῃς καταγοράζῃ
Dual καταγοράζητον καταγοράζητον
Plural καταγοράζωμεν καταγοράζητε καταγοράζωσιν*
OptativeSingular καταγοράζοιμι καταγοράζοις καταγοράζοι
Dual καταγοράζοιτον καταγοραζοίτην
Plural καταγοράζοιμεν καταγοράζοιτε καταγοράζοιεν
ImperativeSingular καταγόραζε καταγοραζέτω
Dual καταγοράζετον καταγοραζέτων
Plural καταγοράζετε καταγοραζόντων, καταγοραζέτωσαν
Infinitive καταγοράζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταγοραζων καταγοραζοντος καταγοραζουσα καταγοραζουσης καταγοραζον καταγοραζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταγοράζομαι καταγοράζει, καταγοράζῃ καταγοράζεται
Dual καταγοράζεσθον καταγοράζεσθον
Plural καταγοραζόμεθα καταγοράζεσθε καταγοράζονται
SubjunctiveSingular καταγοράζωμαι καταγοράζῃ καταγοράζηται
Dual καταγοράζησθον καταγοράζησθον
Plural καταγοραζώμεθα καταγοράζησθε καταγοράζωνται
OptativeSingular καταγοραζοίμην καταγοράζοιο καταγοράζοιτο
Dual καταγοράζοισθον καταγοραζοίσθην
Plural καταγοραζοίμεθα καταγοράζοισθε καταγοράζοιντο
ImperativeSingular καταγοράζου καταγοραζέσθω
Dual καταγοράζεσθον καταγοραζέσθων
Plural καταγοράζεσθε καταγοραζέσθων, καταγοραζέσθωσαν
Infinitive καταγοράζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταγοραζομενος καταγοραζομενου καταγοραζομενη καταγοραζομενης καταγοραζομενον καταγοραζομενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταγοράσω καταγοράσεις καταγοράσει
Dual καταγοράσετον καταγοράσετον
Plural καταγοράσομεν καταγοράσετε καταγοράσουσιν*
OptativeSingular καταγοράσοιμι καταγοράσοις καταγοράσοι
Dual καταγοράσοιτον καταγορασοίτην
Plural καταγοράσοιμεν καταγοράσοιτε καταγοράσοιεν
Infinitive καταγοράσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καταγορασων καταγορασοντος καταγορασουσα καταγορασουσης καταγορασον καταγορασοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καταγοράσομαι καταγοράσει, καταγοράσῃ καταγοράσεται
Dual καταγοράσεσθον καταγοράσεσθον
Plural καταγορασόμεθα καταγοράσεσθε καταγοράσονται
OptativeSingular καταγορασοίμην καταγοράσοιο καταγοράσοιτο
Dual καταγοράσοισθον καταγορασοίσθην
Plural καταγορασοίμεθα καταγοράσοισθε καταγοράσοιντο
Infinitive καταγοράσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καταγορασομενος καταγορασομενου καταγορασομενη καταγορασομενης καταγορασομενον καταγορασομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to buy up

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION