헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καταφαρμακεύω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καταφαρμακεύω καταφαρμακεύσω

형태분석: κατα (접두사) + φαρμακεύ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 마법을 걸다, 녹이다, 요술을 걸다, 매혹하다
  1. to anoint with drugs or charms, to enchant, bewitch

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφαρμακεύω

(나는) 마법을 걸다

καταφαρμακεύεις

(너는) 마법을 걸다

καταφαρμακεύει

(그는) 마법을 걸다

쌍수 καταφαρμακεύετον

(너희 둘은) 마법을 걸다

καταφαρμακεύετον

(그 둘은) 마법을 걸다

복수 καταφαρμακεύομεν

(우리는) 마법을 걸다

καταφαρμακεύετε

(너희는) 마법을 걸다

καταφαρμακεύουσιν*

(그들은) 마법을 걸다

접속법단수 καταφαρμακεύω

(나는) 마법을 걸자

καταφαρμακεύῃς

(너는) 마법을 걸자

καταφαρμακεύῃ

(그는) 마법을 걸자

쌍수 καταφαρμακεύητον

(너희 둘은) 마법을 걸자

καταφαρμακεύητον

(그 둘은) 마법을 걸자

복수 καταφαρμακεύωμεν

(우리는) 마법을 걸자

καταφαρμακεύητε

(너희는) 마법을 걸자

καταφαρμακεύωσιν*

(그들은) 마법을 걸자

기원법단수 καταφαρμακεύοιμι

(나는) 마법을 걸기를 (바라다)

καταφαρμακεύοις

(너는) 마법을 걸기를 (바라다)

καταφαρμακεύοι

(그는) 마법을 걸기를 (바라다)

쌍수 καταφαρμακεύοιτον

(너희 둘은) 마법을 걸기를 (바라다)

καταφαρμακευοίτην

(그 둘은) 마법을 걸기를 (바라다)

복수 καταφαρμακεύοιμεν

(우리는) 마법을 걸기를 (바라다)

καταφαρμακεύοιτε

(너희는) 마법을 걸기를 (바라다)

καταφαρμακεύοιεν

(그들은) 마법을 걸기를 (바라다)

명령법단수 καταφαρμάκευε

(너는) 마법을 걸어라

καταφαρμακευέτω

(그는) 마법을 걸어라

쌍수 καταφαρμακεύετον

(너희 둘은) 마법을 걸어라

καταφαρμακευέτων

(그 둘은) 마법을 걸어라

복수 καταφαρμακεύετε

(너희는) 마법을 걸어라

καταφαρμακευόντων, καταφαρμακευέτωσαν

(그들은) 마법을 걸어라

부정사 καταφαρμακεύειν

마법을 거는 것

분사 남성여성중성
καταφαρμακευων

καταφαρμακευοντος

καταφαρμακευουσα

καταφαρμακευουσης

καταφαρμακευον

καταφαρμακευοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφαρμακεύομαι

(나는) 마법을 걸려지다

καταφαρμακεύει, καταφαρμακεύῃ

(너는) 마법을 걸려지다

καταφαρμακεύεται

(그는) 마법을 걸려지다

쌍수 καταφαρμακεύεσθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지다

καταφαρμακεύεσθον

(그 둘은) 마법을 걸려지다

복수 καταφαρμακευόμεθα

(우리는) 마법을 걸려지다

καταφαρμακεύεσθε

(너희는) 마법을 걸려지다

καταφαρμακεύονται

(그들은) 마법을 걸려지다

접속법단수 καταφαρμακεύωμαι

(나는) 마법을 걸려지자

καταφαρμακεύῃ

(너는) 마법을 걸려지자

καταφαρμακεύηται

(그는) 마법을 걸려지자

쌍수 καταφαρμακεύησθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지자

καταφαρμακεύησθον

(그 둘은) 마법을 걸려지자

복수 καταφαρμακευώμεθα

(우리는) 마법을 걸려지자

καταφαρμακεύησθε

(너희는) 마법을 걸려지자

καταφαρμακεύωνται

(그들은) 마법을 걸려지자

기원법단수 καταφαρμακευοίμην

(나는) 마법을 걸려지기를 (바라다)

καταφαρμακεύοιο

(너는) 마법을 걸려지기를 (바라다)

καταφαρμακεύοιτο

(그는) 마법을 걸려지기를 (바라다)

쌍수 καταφαρμακεύοισθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지기를 (바라다)

καταφαρμακευοίσθην

(그 둘은) 마법을 걸려지기를 (바라다)

복수 καταφαρμακευοίμεθα

(우리는) 마법을 걸려지기를 (바라다)

καταφαρμακεύοισθε

(너희는) 마법을 걸려지기를 (바라다)

καταφαρμακεύοιντο

(그들은) 마법을 걸려지기를 (바라다)

명령법단수 καταφαρμακεύου

(너는) 마법을 걸려져라

καταφαρμακευέσθω

(그는) 마법을 걸려져라

쌍수 καταφαρμακεύεσθον

(너희 둘은) 마법을 걸려져라

καταφαρμακευέσθων

(그 둘은) 마법을 걸려져라

복수 καταφαρμακεύεσθε

(너희는) 마법을 걸려져라

καταφαρμακευέσθων, καταφαρμακευέσθωσαν

(그들은) 마법을 걸려져라

부정사 καταφαρμακεύεσθαι

마법을 걸려지는 것

분사 남성여성중성
καταφαρμακευομενος

καταφαρμακευομενου

καταφαρμακευομενη

καταφαρμακευομενης

καταφαρμακευομενον

καταφαρμακευομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφαρμακεύσω

(나는) 마법을 걸겠다

καταφαρμακεύσεις

(너는) 마법을 걸겠다

καταφαρμακεύσει

(그는) 마법을 걸겠다

쌍수 καταφαρμακεύσετον

(너희 둘은) 마법을 걸겠다

καταφαρμακεύσετον

(그 둘은) 마법을 걸겠다

복수 καταφαρμακεύσομεν

(우리는) 마법을 걸겠다

καταφαρμακεύσετε

(너희는) 마법을 걸겠다

καταφαρμακεύσουσιν*

(그들은) 마법을 걸겠다

기원법단수 καταφαρμακεύσοιμι

(나는) 마법을 걸겠기를 (바라다)

καταφαρμακεύσοις

(너는) 마법을 걸겠기를 (바라다)

καταφαρμακεύσοι

(그는) 마법을 걸겠기를 (바라다)

쌍수 καταφαρμακεύσοιτον

(너희 둘은) 마법을 걸겠기를 (바라다)

καταφαρμακευσοίτην

(그 둘은) 마법을 걸겠기를 (바라다)

복수 καταφαρμακεύσοιμεν

(우리는) 마법을 걸겠기를 (바라다)

καταφαρμακεύσοιτε

(너희는) 마법을 걸겠기를 (바라다)

καταφαρμακεύσοιεν

(그들은) 마법을 걸겠기를 (바라다)

부정사 καταφαρμακεύσειν

마법을 걸 것

분사 남성여성중성
καταφαρμακευσων

καταφαρμακευσοντος

καταφαρμακευσουσα

καταφαρμακευσουσης

καταφαρμακευσον

καταφαρμακευσοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καταφαρμακεύσομαι

(나는) 마법을 걸려지겠다

καταφαρμακεύσει, καταφαρμακεύσῃ

(너는) 마법을 걸려지겠다

καταφαρμακεύσεται

(그는) 마법을 걸려지겠다

쌍수 καταφαρμακεύσεσθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지겠다

καταφαρμακεύσεσθον

(그 둘은) 마법을 걸려지겠다

복수 καταφαρμακευσόμεθα

(우리는) 마법을 걸려지겠다

καταφαρμακεύσεσθε

(너희는) 마법을 걸려지겠다

καταφαρμακεύσονται

(그들은) 마법을 걸려지겠다

기원법단수 καταφαρμακευσοίμην

(나는) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

καταφαρμακεύσοιο

(너는) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

καταφαρμακεύσοιτο

(그는) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

쌍수 καταφαρμακεύσοισθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

καταφαρμακευσοίσθην

(그 둘은) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

복수 καταφαρμακευσοίμεθα

(우리는) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

καταφαρμακεύσοισθε

(너희는) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

καταφαρμακεύσοιντο

(그들은) 마법을 걸려지겠기를 (바라다)

부정사 καταφαρμακεύσεσθαι

마법을 걸려질 것

분사 남성여성중성
καταφαρμακευσομενος

καταφαρμακευσομενου

καταφαρμακευσομενη

καταφαρμακευσομενης

καταφαρμακευσομενον

καταφαρμακευσομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφαρμάκευον

(나는) 마법을 걸고 있었다

κατεφαρμάκευες

(너는) 마법을 걸고 있었다

κατεφαρμάκευεν*

(그는) 마법을 걸고 있었다

쌍수 κατεφαρμακεύετον

(너희 둘은) 마법을 걸고 있었다

κατεφαρμακευέτην

(그 둘은) 마법을 걸고 있었다

복수 κατεφαρμακεύομεν

(우리는) 마법을 걸고 있었다

κατεφαρμακεύετε

(너희는) 마법을 걸고 있었다

κατεφαρμάκευον

(그들은) 마법을 걸고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κατεφαρμακευόμην

(나는) 마법을 걸려지고 있었다

κατεφαρμακεύου

(너는) 마법을 걸려지고 있었다

κατεφαρμακεύετο

(그는) 마법을 걸려지고 있었다

쌍수 κατεφαρμακεύεσθον

(너희 둘은) 마법을 걸려지고 있었다

κατεφαρμακευέσθην

(그 둘은) 마법을 걸려지고 있었다

복수 κατεφαρμακευόμεθα

(우리는) 마법을 걸려지고 있었다

κατεφαρμακεύεσθε

(너희는) 마법을 걸려지고 있었다

κατεφαρμακεύοντο

(그들은) 마법을 걸려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ βασιλεὺσ Φίλιπποσ ἤρα Θεσσαλῆσ γυναικὸσ αἰτίαν ἐχούσησ καταφαρμακεύειν αὐτόν. (Plutarch, Conjugalia Praecepta, chapter, section 231)

    (플루타르코스, Conjugalia Praecepta, chapter, section 231)

  • ἀλλὰ ἐκείνῃ προτέρᾳ ὑπῆρχε τεκούσῃ τὸν πρεσβεύοντα τῆσ Διονυσίου γενεᾶσ υἱὸν αὐτῇ βοηθεῖν πρὸσ τὸ γένοσ, ἡ δὲ Ἀριστομάχη πολὺν χρόνον ἄπαισ συνῴκει τῷ Διονυσίῳ καίπερ σπουδάζοντι περὶ τὴν ἐκ ταύτησ τέκνωσιν, ὅσ γε καὶ τὴν μητέρα τῆσ Λοκρίδοσ αἰτιασάμενοσ καταφαρμακεύειν τὴν Ἀριστομάχην ἀπέκτεινε. (Plutarch, Dion, chapter 3 3:2)

    (플루타르코스, Dion, chapter 3 3:2)

유의어

  1. 마법을 걸다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION