- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

κασαλβάζω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: kasalbazō 고전 발음: [까살바도:] 신약 발음: [까살바조]

기본형: κασαλβάζω κασαλβάσω

형태분석: κασαλβάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from κασαλβάς

  1. to abuse in harlot fashion

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κασαλβάζω

κασαλβάζεις

κασαλβάζει

쌍수 κασαλβάζετον

κασαλβάζετον

복수 κασαλβάζομεν

κασαλβάζετε

κασαλβάζουσι(ν)

접속법단수 κασαλβάζω

κασαλβάζῃς

κασαλβάζῃ

쌍수 κασαλβάζητον

κασαλβάζητον

복수 κασαλβάζωμεν

κασαλβάζητε

κασαλβάζωσι(ν)

기원법단수 κασαλβάζοιμι

κασαλβάζοις

κασαλβάζοι

쌍수 κασαλβάζοιτον

κασαλβαζοίτην

복수 κασαλβάζοιμεν

κασαλβάζοιτε

κασαλβάζοιεν

명령법단수 κασάλβαζε

κασαλβαζέτω

쌍수 κασαλβάζετον

κασαλβαζέτων

복수 κασαλβάζετε

κασαλβαζόντων, κασαλβαζέτωσαν

부정사 κασαλβάζειν

분사 남성여성중성
κασαλβαζων

κασαλβαζοντος

κασαλβαζουσα

κασαλβαζουσης

κασαλβαζον

κασαλβαζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 κασαλβάζομαι

κασαλβάζει, κασαλβάζῃ

κασαλβάζεται

쌍수 κασαλβάζεσθον

κασαλβάζεσθον

복수 κασαλβαζόμεθα

κασαλβάζεσθε

κασαλβάζονται

접속법단수 κασαλβάζωμαι

κασαλβάζῃ

κασαλβάζηται

쌍수 κασαλβάζησθον

κασαλβάζησθον

복수 κασαλβαζώμεθα

κασαλβάζησθε

κασαλβάζωνται

기원법단수 κασαλβαζοίμην

κασαλβάζοιο

κασαλβάζοιτο

쌍수 κασαλβάζοισθον

κασαλβαζοίσθην

복수 κασαλβαζοίμεθα

κασαλβάζοισθε

κασαλβάζοιντο

명령법단수 κασαλβάζου

κασαλβαζέσθω

쌍수 κασαλβάζεσθον

κασαλβαζέσθων

복수 κασαλβάζεσθε

κασαλβαζέσθων, κασαλβαζέσθωσαν

부정사 κασαλβάζεσθαι

분사 남성여성중성
κασαλβαζομενος

κασαλβαζομενου

κασαλβαζομενη

κασαλβαζομενης

κασαλβαζομενον

κασαλβαζομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION