καρτερόχειρ?
3군 변화 명사; 남/여성
로마알파벳 전사: karterocheir
고전 발음: [까르떼로케이르]
신약 발음: [까르때로키르]
기본형:
καρτερόχειρ
καρτερόχειρος
- [ἐκ τᾶ]ς μὲν γένος ἔπλε[το καρτε]ρόχειρ Ἀργεῖος [ ] λέοντος θυμὸ[ν ἔχων], ὁπότε χρεῖ[ός τι συμ]βολοῖ μάχας, ποσσί[ν τ ἐλα]φρό[ς, π]ατρίων τ οὐκ [ἀπόκλαρος κ]αλῶν, τόσα Παν[θείδᾳ κλυτό]το- ξος Ἀπό[λλων ὤπασε]ν, ἀμφί τ ἰατορίᾳ ξείνων τε φιλάνορι τιμᾷ: (Bacchylides, , epinicians, ode 1 12:1)
(바킬리데스, , epinicians, ode 1 12:1)
- Ἆρες ὑπερμενέτα, βρισάρματε, χρυσεοπήληξ, ὀβριμόθυμε, φέρασπι, πολισσόε, χαλκοκορυστά, καρτερόχειρ, ἀμόγητε, δορισθενές, ἑρ´κος Ὀλύμπου, Νίκης εὐπολέμοιο πάτερ, συναρωγὲ Θέμιστος, ἀντιβίοισι τύραννε, δικαιοτάτων ἀγὲ φωτῶν, ἠνορέης σκηπτοῦχε, πυραυγέα κύκλον ἑλίσσων αἰθέρος ἑπταπόροις ἐνὶ τείρεσιν, ἔνθα σε πῶλοι ζαφλεγέες τριτάτης ὑπὲρ ἄντυγος αἰὲν ἔχουσι: (Anonymous, Homeric Hymns, 2:1)
(익명 저작, Homeric Hymns, 2:1)