헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθυστερέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθυστερέω καθυστερήσω

형태분석: κατ (접두사) + ὑστερέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to come far behind, to be behind-hand

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθυστέρω

καθυστέρεις

καθυστέρει

쌍수 καθυστέρειτον

καθυστέρειτον

복수 καθυστέρουμεν

καθυστέρειτε

καθυστέρουσιν*

접속법단수 καθυστέρω

καθυστέρῃς

καθυστέρῃ

쌍수 καθυστέρητον

καθυστέρητον

복수 καθυστέρωμεν

καθυστέρητε

καθυστέρωσιν*

기원법단수 καθυστέροιμι

καθυστέροις

καθυστέροι

쌍수 καθυστέροιτον

καθυστεροίτην

복수 καθυστέροιμεν

καθυστέροιτε

καθυστέροιεν

명령법단수 καθυστε͂ρει

καθυστερεῖτω

쌍수 καθυστέρειτον

καθυστερεῖτων

복수 καθυστέρειτε

καθυστεροῦντων, καθυστερεῖτωσαν

부정사 καθυστέρειν

분사 남성여성중성
καθυστερων

καθυστερουντος

καθυστερουσα

καθυστερουσης

καθυστερουν

καθυστερουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθυστέρουμαι

καθυστέρει, καθυστέρῃ

καθυστέρειται

쌍수 καθυστέρεισθον

καθυστέρεισθον

복수 καθυστεροῦμεθα

καθυστέρεισθε

καθυστέρουνται

접속법단수 καθυστέρωμαι

καθυστέρῃ

καθυστέρηται

쌍수 καθυστέρησθον

καθυστέρησθον

복수 καθυστερώμεθα

καθυστέρησθε

καθυστέρωνται

기원법단수 καθυστεροίμην

καθυστέροιο

καθυστέροιτο

쌍수 καθυστέροισθον

καθυστεροίσθην

복수 καθυστεροίμεθα

καθυστέροισθε

καθυστέροιντο

명령법단수 καθυστέρου

καθυστερεῖσθω

쌍수 καθυστέρεισθον

καθυστερεῖσθων

복수 καθυστέρεισθε

καθυστερεῖσθων, καθυστερεῖσθωσαν

부정사 καθυστέρεισθαι

분사 남성여성중성
καθυστερουμενος

καθυστερουμενου

καθυστερουμενη

καθυστερουμενης

καθυστερουμενον

καθυστερουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to come far behind

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION