Ancient Greek-English Dictionary Language

καθυπνόω

ο-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καθυπνόω καθυπνωσω

Structure: κατ (Prefix) + ὑπνό (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to be fast asleep, fall asleep, asleep

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καθυπνῶ καθυπνοῖς καθυπνοῖ
Dual καθυπνοῦτον καθυπνοῦτον
Plural καθυπνοῦμεν καθυπνοῦτε καθυπνοῦσιν*
SubjunctiveSingular καθυπνῶ καθυπνοῖς καθυπνοῖ
Dual καθυπνῶτον καθυπνῶτον
Plural καθυπνῶμεν καθυπνῶτε καθυπνῶσιν*
OptativeSingular καθυπνοῖμι καθυπνοῖς καθυπνοῖ
Dual καθυπνοῖτον καθυπνοίτην
Plural καθυπνοῖμεν καθυπνοῖτε καθυπνοῖεν
ImperativeSingular καθύπνου καθυπνούτω
Dual καθυπνοῦτον καθυπνούτων
Plural καθυπνοῦτε καθυπνούντων, καθυπνούτωσαν
Infinitive καθυπνοῦν
Participle MasculineFeminineNeuter
καθυπνων καθυπνουντος καθυπνουσα καθυπνουσης καθυπνουν καθυπνουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καθυπνοῦμαι καθυπνοῖ καθυπνοῦται
Dual καθυπνοῦσθον καθυπνοῦσθον
Plural καθυπνούμεθα καθυπνοῦσθε καθυπνοῦνται
SubjunctiveSingular καθυπνῶμαι καθυπνοῖ καθυπνῶται
Dual καθυπνῶσθον καθυπνῶσθον
Plural καθυπνώμεθα καθυπνῶσθε καθυπνῶνται
OptativeSingular καθυπνοίμην καθυπνοῖο καθυπνοῖτο
Dual καθυπνοῖσθον καθυπνοίσθην
Plural καθυπνοίμεθα καθυπνοῖσθε καθυπνοῖντο
ImperativeSingular καθυπνοῦ καθυπνούσθω
Dual καθυπνοῦσθον καθυπνούσθων
Plural καθυπνοῦσθε καθυπνούσθων, καθυπνούσθωσαν
Infinitive καθυπνοῦσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καθυπνουμενος καθυπνουμενου καθυπνουμενη καθυπνουμενης καθυπνουμενον καθυπνουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be fast asleep

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION