Ancient Greek-English Dictionary Language

καλλωπίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: καλλωπίζω

Structure: καλλωπίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: w)/y

Sense

  1. to make the face beautiful;, to beautify, embellish
  2. to adorn oneself, make oneself fine or smart, to pride oneself in or on, to make a display, shew off
  3. to be coy, play the prude, to affect

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καλλωπίζω καλλωπίζεις καλλωπίζει
Dual καλλωπίζετον καλλωπίζετον
Plural καλλωπίζομεν καλλωπίζετε καλλωπίζουσιν*
SubjunctiveSingular καλλωπίζω καλλωπίζῃς καλλωπίζῃ
Dual καλλωπίζητον καλλωπίζητον
Plural καλλωπίζωμεν καλλωπίζητε καλλωπίζωσιν*
OptativeSingular καλλωπίζοιμι καλλωπίζοις καλλωπίζοι
Dual καλλωπίζοιτον καλλωπιζοίτην
Plural καλλωπίζοιμεν καλλωπίζοιτε καλλωπίζοιεν
ImperativeSingular καλλώπιζε καλλωπιζέτω
Dual καλλωπίζετον καλλωπιζέτων
Plural καλλωπίζετε καλλωπιζόντων, καλλωπιζέτωσαν
Infinitive καλλωπίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
καλλωπιζων καλλωπιζοντος καλλωπιζουσα καλλωπιζουσης καλλωπιζον καλλωπιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular καλλωπίζομαι καλλωπίζει, καλλωπίζῃ καλλωπίζεται
Dual καλλωπίζεσθον καλλωπίζεσθον
Plural καλλωπιζόμεθα καλλωπίζεσθε καλλωπίζονται
SubjunctiveSingular καλλωπίζωμαι καλλωπίζῃ καλλωπίζηται
Dual καλλωπίζησθον καλλωπίζησθον
Plural καλλωπιζώμεθα καλλωπίζησθε καλλωπίζωνται
OptativeSingular καλλωπιζοίμην καλλωπίζοιο καλλωπίζοιτο
Dual καλλωπίζοισθον καλλωπιζοίσθην
Plural καλλωπιζοίμεθα καλλωπίζοισθε καλλωπίζοιντο
ImperativeSingular καλλωπίζου καλλωπιζέσθω
Dual καλλωπίζεσθον καλλωπιζέσθων
Plural καλλωπίζεσθε καλλωπιζέσθων, καλλωπιζέσθωσαν
Infinitive καλλωπίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
καλλωπιζομενος καλλωπιζομενου καλλωπιζομενη καλλωπιζομενης καλλωπιζομενον καλλωπιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION