καινοτομέω
ε 축약 동사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
καινοτομέω
καινοτομήσω
형태분석:
καινοτομέ
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- to cut fresh into, to open a new vein
- to begin something new, institute anew, to make innovations
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- δεῖ τοίνυν μηδ’ ἐν τῷ παρόντι καινοτομεῖν μηδὲν μηδὲ παρὰ τὰ πάτρια νόμον καθιστάναι, φυλοκρινεῖν τὰ ἀναθήματα καὶ γενεαλογεῖν τὰ πεμπόμενα, ὅθεν καὶ ἀφ’ ὅτου καὶ ὁποῖα, δεξαμένουσ δὲ ἀπραγμόνωσ ἀνατιθέναι ὑπηρετοῦντασ ἀμφοῖν, καὶ τῷ θεῷ καὶ τοῖσ εὐσεβέσι. (Lucian, Phalaris, book 2 9:3)
(루키아노스, Phalaris, book 2 9:3)
- τοὺσ δὲ θεατάσ, εἰ καινοτομεῖν ἐθελήσουσιν καὶ μὴ τοῖσ ἠθάσι λίαν τοῖσ τ’ ἀρχαίοισ ἐνδιατρίβειν, τοῦτ’ ἔσθ’ ὃ μάλιστα δέδοικα. (Aristophanes, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme2)
(아리스토파네스, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme2)
- περὶ μὲν τοίνυν τοῦ καινοτομεῖν μὴ δείσῃσ· (Aristophanes, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme3)
(아리스토파네스, Ecclesiazusae, Agon, epirrheme3)
- ὦ δέσποτ’ ἄναξ γεῖτον ἀγυιεῦ προθύρου προπύλαιε, δέξαι τελετὴν καινὴν ὦναξ, ἣν τῷ πατρὶ καινοτομοῦμεν, παῦσόν τ’ αὐτοῦ τοῦτο τὸ λίαν στρυφνὸν καὶ πρίνινον ἦθοσ, ἀντὶ σιραίου μέλιτοσ μικρὸν τῷ θυμιδίῳ παραμείξασ· (Aristophanes, Wasps, Lyric-Scene, anapests1)
(아리스토파네스, Wasps, Lyric-Scene, anapests1)
- ὑποπτεύω γὰρ ἔσεσθαί τινασ τῶν ἀναγνωσομένων τὴν γραφὴν τοὺσ ἐπιτιμήσοντασ ἡμῖν, ὅτι τολμῶμεν ἀποφαίνειν Θουκυδίδην τὸν ἁπάντων κράτιστον τῶν ἱστοριογράφων καὶ κατὰ τὴν προαίρεσίν ποτε τῶν λόγων ἁμαρτάνοντα καὶ κατὰ τὴν δύναμιν ἐξασθενοῦντα, καὶ διὰ τοῦθ’ οὗτοσ ἡμᾶσ ὁ λογισμὸσ εἰσῆλθεν, ὅτι παράδοξα καινοτομεῖν πράγματα πρῶτοι καὶ μόνοι δόξομεν, εἴ τι τῶν ὑπὸ Θουκυδίδου γραφέντων συκοφαντεῖν ἐπιβαλοίμεθα, οὐ ταῖσ κοιναῖσ μόνον ἐναντιούμενοι δόξαισ, ἃσ ἅπαντεσ ἐκ τοῦ μακροῦ χρόνου παραλαβόντεσ ἀναφαιρέτουσ ἔχουσιν, ἀλλὰ καὶ ταῖσ ἰδίαισ τῶν ἐπιφανεστάτων φιλοσόφων τε καὶ ῥητόρων μαρτυρίαισ ἀπιστοῦντεσ, οἳ κανόνα τῆσ ἱστορικῆσ πραγματείασ ἐκεῖνον ὑποτίθενται τὸν ἄνδρα καὶ τῆσ περὶ τοὺσ πολιτικοὺσ λόγουσ δεινότητοσ ὁρ́ον· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 24)
(디오니시오스, , chapter 24)