헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἰχνοσκοπέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἰχνοσκοπέω ἰχνοσκοπήσω

형태분석: ἰχνοσκοπέ (어간) + ω (인칭어미)

  1. to examine the track

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἰχνοσκόπω

ἰχνοσκόπεις

ἰχνοσκόπει

쌍수 ἰχνοσκόπειτον

ἰχνοσκόπειτον

복수 ἰχνοσκόπουμεν

ἰχνοσκόπειτε

ἰχνοσκόπουσιν*

접속법단수 ἰχνοσκόπω

ἰχνοσκόπῃς

ἰχνοσκόπῃ

쌍수 ἰχνοσκόπητον

ἰχνοσκόπητον

복수 ἰχνοσκόπωμεν

ἰχνοσκόπητε

ἰχνοσκόπωσιν*

기원법단수 ἰχνοσκόποιμι

ἰχνοσκόποις

ἰχνοσκόποι

쌍수 ἰχνοσκόποιτον

ἰχνοσκοποίτην

복수 ἰχνοσκόποιμεν

ἰχνοσκόποιτε

ἰχνοσκόποιεν

명령법단수 ἰχνοσκο͂πει

ἰχνοσκοπεῖτω

쌍수 ἰχνοσκόπειτον

ἰχνοσκοπεῖτων

복수 ἰχνοσκόπειτε

ἰχνοσκοποῦντων, ἰχνοσκοπεῖτωσαν

부정사 ἰχνοσκόπειν

분사 남성여성중성
ἰχνοσκοπων

ἰχνοσκοπουντος

ἰχνοσκοπουσα

ἰχνοσκοπουσης

ἰχνοσκοπουν

ἰχνοσκοπουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἰχνοσκόπουμαι

ἰχνοσκόπει, ἰχνοσκόπῃ

ἰχνοσκόπειται

쌍수 ἰχνοσκόπεισθον

ἰχνοσκόπεισθον

복수 ἰχνοσκοποῦμεθα

ἰχνοσκόπεισθε

ἰχνοσκόπουνται

접속법단수 ἰχνοσκόπωμαι

ἰχνοσκόπῃ

ἰχνοσκόπηται

쌍수 ἰχνοσκόπησθον

ἰχνοσκόπησθον

복수 ἰχνοσκοπώμεθα

ἰχνοσκόπησθε

ἰχνοσκόπωνται

기원법단수 ἰχνοσκοποίμην

ἰχνοσκόποιο

ἰχνοσκόποιτο

쌍수 ἰχνοσκόποισθον

ἰχνοσκοποίσθην

복수 ἰχνοσκοποίμεθα

ἰχνοσκόποισθε

ἰχνοσκόποιντο

명령법단수 ἰχνοσκόπου

ἰχνοσκοπεῖσθω

쌍수 ἰχνοσκόπεισθον

ἰχνοσκοπεῖσθων

복수 ἰχνοσκόπεισθε

ἰχνοσκοπεῖσθων, ἰχνοσκοπεῖσθωσαν

부정사 ἰχνοσκόπεισθαι

분사 남성여성중성
ἰχνοσκοπουμενος

ἰχνοσκοπουμενου

ἰχνοσκοπουμενη

ἰχνοσκοπουμενης

ἰχνοσκοπουμενον

ἰχνοσκοπουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἰχνοσκοπήσω

ἰχνοσκοπήσεις

ἰχνοσκοπήσει

쌍수 ἰχνοσκοπήσετον

ἰχνοσκοπήσετον

복수 ἰχνοσκοπήσομεν

ἰχνοσκοπήσετε

ἰχνοσκοπήσουσιν*

기원법단수 ἰχνοσκοπήσοιμι

ἰχνοσκοπήσοις

ἰχνοσκοπήσοι

쌍수 ἰχνοσκοπήσοιτον

ἰχνοσκοπησοίτην

복수 ἰχνοσκοπήσοιμεν

ἰχνοσκοπήσοιτε

ἰχνοσκοπήσοιεν

부정사 ἰχνοσκοπήσειν

분사 남성여성중성
ἰχνοσκοπησων

ἰχνοσκοπησοντος

ἰχνοσκοπησουσα

ἰχνοσκοπησουσης

ἰχνοσκοπησον

ἰχνοσκοπησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἰχνοσκοπήσομαι

ἰχνοσκοπήσει, ἰχνοσκοπήσῃ

ἰχνοσκοπήσεται

쌍수 ἰχνοσκοπήσεσθον

ἰχνοσκοπήσεσθον

복수 ἰχνοσκοπησόμεθα

ἰχνοσκοπήσεσθε

ἰχνοσκοπήσονται

기원법단수 ἰχνοσκοπησοίμην

ἰχνοσκοπήσοιο

ἰχνοσκοπήσοιτο

쌍수 ἰχνοσκοπήσοισθον

ἰχνοσκοπησοίσθην

복수 ἰχνοσκοπησοίμεθα

ἰχνοσκοπήσοισθε

ἰχνοσκοπήσοιντο

부정사 ἰχνοσκοπήσεσθαι

분사 남성여성중성
ἰχνοσκοπησομενος

ἰχνοσκοπησομενου

ἰχνοσκοπησομενη

ἰχνοσκοπησομενης

ἰχνοσκοπησομενον

ἰχνοσκοπησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to examine the track

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION