Ancient Greek-English Dictionary Language

ἠθοποιέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἠθοποιέω

Structure: ἠθοποιέ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: from h)qopoio/s

Sense

  1. to form manners or character

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἠθοποίω ἠθοποίεις ἠθοποίει
Dual ἠθοποίειτον ἠθοποίειτον
Plural ἠθοποίουμεν ἠθοποίειτε ἠθοποίουσιν*
SubjunctiveSingular ἠθοποίω ἠθοποίῃς ἠθοποίῃ
Dual ἠθοποίητον ἠθοποίητον
Plural ἠθοποίωμεν ἠθοποίητε ἠθοποίωσιν*
OptativeSingular ἠθοποίοιμι ἠθοποίοις ἠθοποίοι
Dual ἠθοποίοιτον ἠθοποιοίτην
Plural ἠθοποίοιμεν ἠθοποίοιτε ἠθοποίοιεν
ImperativeSingular ἠθοποῖει ἠθοποιεῖτω
Dual ἠθοποίειτον ἠθοποιεῖτων
Plural ἠθοποίειτε ἠθοποιοῦντων, ἠθοποιεῖτωσαν
Infinitive ἠθοποίειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἠθοποιων ἠθοποιουντος ἠθοποιουσα ἠθοποιουσης ἠθοποιουν ἠθοποιουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἠθοποίουμαι ἠθοποίει, ἠθοποίῃ ἠθοποίειται
Dual ἠθοποίεισθον ἠθοποίεισθον
Plural ἠθοποιοῦμεθα ἠθοποίεισθε ἠθοποίουνται
SubjunctiveSingular ἠθοποίωμαι ἠθοποίῃ ἠθοποίηται
Dual ἠθοποίησθον ἠθοποίησθον
Plural ἠθοποιώμεθα ἠθοποίησθε ἠθοποίωνται
OptativeSingular ἠθοποιοίμην ἠθοποίοιο ἠθοποίοιτο
Dual ἠθοποίοισθον ἠθοποιοίσθην
Plural ἠθοποιοίμεθα ἠθοποίοισθε ἠθοποίοιντο
ImperativeSingular ἠθοποίου ἠθοποιεῖσθω
Dual ἠθοποίεισθον ἠθοποιεῖσθων
Plural ἠθοποίεισθε ἠθοποιεῖσθων, ἠθοποιεῖσθωσαν
Infinitive ἠθοποίεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἠθοποιουμενος ἠθοποιουμενου ἠθοποιουμενη ἠθοποιουμενης ἠθοποιουμενον ἠθοποιουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὐ γὰρ οἱο͂́ν τε τὴν ψυχὴν πρὸ τῆσ ἀποκυήσεωσ ἠθοποιεῖσθαι, γιγνομένην μετὰ τὴν ἀποκύησιν ἢ συμβήσεται, πρὶν ἢ γενέσθαι ψυχήν, ὁμοίαν εἶναι ψυχῇ, τουτέστι καὶ εἶναι τῇ ὁμοιότητι καὶ μὴ εἶναι διὰ τὸ μήπω γεγονέναι. (Plutarch, De Stoicorum repugnantiis, section 41 11:2)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION