헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γυναικονομία

1군 변화 명사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γυναικονομία

어원: from gunaikono/mos

  1. the office of gunaikono/mos

예문

  • ἴδιαι δὲ ταῖσ σχολαστικωτέραισ καὶ μᾶλλον εὐημερούσαισ πόλεσιν, ἔτι δὲ φροντιζούσαισ εὐκοσμίασ, γυναικονομία νομοφυλακία παιδονομία γυμνασιαρχία, πρὸσ δὲ τούτοισ περὶ ἀγῶνασ ἐπιμέλεια γυμνικοὺσ καὶ Διονυσιακούσ, κἂν εἴ τινασ ἑτέρασ συμβαίνει τοιαύτασ γίνεσθαι θεωρίασ. (Aristotle, Politics, Book 6 139:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 6 139:1)

  • τούτων δ’ ἔνιαι φανερῶσ εἰσιν οὐ δημοτικαὶ τῶν ἀρχῶν, οἱο͂ν γυναικονομία καὶ παιδονομία· (Aristotle, Politics, Book 6 141:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 6 141:1)

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION