Ancient Greek-English Dictionary Language

γουνόομαι

ο-contract Verb; 이상동사 Transliteration:

Principal Part: γουνόομαι

Structure: γουνό (Stem) + ομαι (Ending)

Etym.: = gouna/zomai, Hom.

Sense

Examples

  • ἀμφότερον δ’, ἱκέτησ ξεῖνόσ τέ τοι ἐνθάδ’ ἱκάνω, χρειοῖ ἀναγκαίῃ γουνούμενοσ. (Apollodorus, Argonautica, book 3 16:23)
  • ἦμοσ δ’ ἠριγένεια φάνη ῥοδοδάκτυλοσ Ηὤσ, καὶ τότε δὴ παρὰ θῖνα θαλάσσησ εὐρυπόροιο ἠιά πολλὰ θεοὺσ γουνούμενοσ· (Homer, Odyssey, Book 4 44:19)
  • πολλὰ δέ μιν λιτάνευε γέρων ἱππηλάτα Οἰνεὺσ οὐδοῦ ἐπεμβεβαὼσ ὑψηρεφέοσ θαλάμοιο σείων κολλητὰσ σανίδασ γουνούμενοσ υἱόν· (Homer, Iliad, Book 9 29:1)
  • Νέστωρ αὖτε μάλιστα Γερήνιοσ οὖροσ Ἀχαιῶν λίσσεθ’ ὑπὲρ τοκέων γουνούμενοσ ἄνδρα ἕκαστον· (Homer, Iliad, Book 15 64:6)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION