헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γονυπετέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γονυπετέω

형태분석: γονυπετέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from gonupeth/s

  1. to fall on the knee, to fall down before

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γονυπέτω

γονυπέτεις

γονυπέτει

쌍수 γονυπέτειτον

γονυπέτειτον

복수 γονυπέτουμεν

γονυπέτειτε

γονυπέτουσιν*

접속법단수 γονυπέτω

γονυπέτῃς

γονυπέτῃ

쌍수 γονυπέτητον

γονυπέτητον

복수 γονυπέτωμεν

γονυπέτητε

γονυπέτωσιν*

기원법단수 γονυπέτοιμι

γονυπέτοις

γονυπέτοι

쌍수 γονυπέτοιτον

γονυπετοίτην

복수 γονυπέτοιμεν

γονυπέτοιτε

γονυπέτοιεν

명령법단수 γονυπε͂τει

γονυπετεῖτω

쌍수 γονυπέτειτον

γονυπετεῖτων

복수 γονυπέτειτε

γονυπετοῦντων, γονυπετεῖτωσαν

부정사 γονυπέτειν

분사 남성여성중성
γονυπετων

γονυπετουντος

γονυπετουσα

γονυπετουσης

γονυπετουν

γονυπετουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γονυπέτουμαι

γονυπέτει, γονυπέτῃ

γονυπέτειται

쌍수 γονυπέτεισθον

γονυπέτεισθον

복수 γονυπετοῦμεθα

γονυπέτεισθε

γονυπέτουνται

접속법단수 γονυπέτωμαι

γονυπέτῃ

γονυπέτηται

쌍수 γονυπέτησθον

γονυπέτησθον

복수 γονυπετώμεθα

γονυπέτησθε

γονυπέτωνται

기원법단수 γονυπετοίμην

γονυπέτοιο

γονυπέτοιτο

쌍수 γονυπέτοισθον

γονυπετοίσθην

복수 γονυπετοίμεθα

γονυπέτοισθε

γονυπέτοιντο

명령법단수 γονυπέτου

γονυπετεῖσθω

쌍수 γονυπέτεισθον

γονυπετεῖσθων

복수 γονυπέτεισθε

γονυπετεῖσθων, γονυπετεῖσθωσαν

부정사 γονυπέτεισθαι

분사 남성여성중성
γονυπετουμενος

γονυπετουμενου

γονυπετουμενη

γονυπετουμενης

γονυπετουμενον

γονυπετουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὦ συγγένεια τῶν Ἀγήνοροσ τέκνων, ἐμῶν τυράννων, ὧν ἀπεστάλην ὕπο ‐ γονυπετεῖσ ἕδρασ προσπίτνω σ’, ἄναξ, τὸν οἴκοθεν νόμον σέβουσ’ ‐ ἔβασ ὢ χρόνῳ γᾶν πατρῴαν. (Euripides, Phoenissae, episode18)

    (에우리피데스, Phoenissae, episode18)

유의어

  1. to fall on the knee

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION