헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γομφόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γομφόω

형태분석: γομφό (어간) + ω (인칭어미)

어원: from go/mfos

  1. to fasten with bolts, is ready built

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γομφῶ

γομφοῖς

γομφοῖ

쌍수 γομφοῦτον

γομφοῦτον

복수 γομφοῦμεν

γομφοῦτε

γομφοῦσιν*

접속법단수 γομφῶ

γομφοῖς

γομφοῖ

쌍수 γομφῶτον

γομφῶτον

복수 γομφῶμεν

γομφῶτε

γομφῶσιν*

기원법단수 γομφοῖμι

γομφοῖς

γομφοῖ

쌍수 γομφοῖτον

γομφοίτην

복수 γομφοῖμεν

γομφοῖτε

γομφοῖεν

명령법단수 γόμφου

γομφούτω

쌍수 γομφοῦτον

γομφούτων

복수 γομφοῦτε

γομφούντων, γομφούτωσαν

부정사 γομφοῦν

분사 남성여성중성
γομφων

γομφουντος

γομφουσα

γομφουσης

γομφουν

γομφουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γομφοῦμαι

γομφοῖ

γομφοῦται

쌍수 γομφοῦσθον

γομφοῦσθον

복수 γομφούμεθα

γομφοῦσθε

γομφοῦνται

접속법단수 γομφῶμαι

γομφοῖ

γομφῶται

쌍수 γομφῶσθον

γομφῶσθον

복수 γομφώμεθα

γομφῶσθε

γομφῶνται

기원법단수 γομφοίμην

γομφοῖο

γομφοῖτο

쌍수 γομφοῖσθον

γομφοίσθην

복수 γομφοίμεθα

γομφοῖσθε

γομφοῖντο

명령법단수 γομφοῦ

γομφούσθω

쌍수 γομφοῦσθον

γομφούσθων

복수 γομφοῦσθε

γομφούσθων, γομφούσθωσαν

부정사 γομφοῦσθαι

분사 남성여성중성
γομφουμενος

γομφουμενου

γομφουμενη

γομφουμενης

γομφουμενον

γομφουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταυτὶ μὰ τὴν Δήμητρά μ’ οὐκ ἐλάνθανεν τεκταινόμενα τὰ πράγματ’, ἀλλ’ ἠπιστάμην γομφούμεν’ αὐτὰ πάντα καὶ κολλώμενα. (Aristotle, Episode1)

    (아리스토텔레스, Episode1)

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION