헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γλοιός

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γλοιός

  1. 매끄러운, 미끄러운
  1. any glutinous substance, gluten, gum, gum
  2. slippery, knavish

예문

  • νῦν οὖν ἀτεχνῶσ ὅ τι βούλονται τουτὶ τοὐμὸν σῶμ’ αὐτοῖσιν παρέχω, τύπτειν πεινῆν διψῆν αὐχμεῖν ῥιγῶν ἀσκὸν δείρειν, εἴπερ τὰ χρέα διαφευξοῦμαι, τοῖσ τ’ ἀνθρώποισ εἶναι δόξω θρασὺσ εὔγλωττοσ τολμηρὸσ ἴτησ βδελυρὸσ ψευδῶν συγκολλητὴσ εὑρησιεπὴσ περίτριμμα δικῶν κύρβισ κρόταλον κίναδοσ τρύμη μάσθλησ εἴρων γλοιὸσ ἀλαζὼν κέντρων μιαρὸσ στρόφισ ἀργαλέοσ ματιολοιχόσ· (Aristophanes, Clouds, Choral, anapests 2:3)

    (아리스토파네스, Clouds, Choral, anapests 2:3)

  • τῶν γὰρ αἰγῶν τῶν τράγων ἐν τοῖσι πώγωσι εὑρίσκεται ἐγγινόμενον οἱο͂ν γλοιὸσ ἀπὸ τῆσ ὕλησ. (Herodotus, The Histories, book 3, chapter 112 2:3)

    (헤로도토스, The Histories, book 3, chapter 112 2:3)

유의어

  1. 매끄러운

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION