헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

γεωρυχέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: γεωρυχέω

형태분석: γεωρυχέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from gewru/xos

  1. to dig in the earth, dig a mine

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεωρύχω

γεωρύχεις

γεωρύχει

쌍수 γεωρύχειτον

γεωρύχειτον

복수 γεωρύχουμεν

γεωρύχειτε

γεωρύχουσιν*

접속법단수 γεωρύχω

γεωρύχῃς

γεωρύχῃ

쌍수 γεωρύχητον

γεωρύχητον

복수 γεωρύχωμεν

γεωρύχητε

γεωρύχωσιν*

기원법단수 γεωρύχοιμι

γεωρύχοις

γεωρύχοι

쌍수 γεωρύχοιτον

γεωρυχοίτην

복수 γεωρύχοιμεν

γεωρύχοιτε

γεωρύχοιεν

명령법단수 γεωρῦχει

γεωρυχεῖτω

쌍수 γεωρύχειτον

γεωρυχεῖτων

복수 γεωρύχειτε

γεωρυχοῦντων, γεωρυχεῖτωσαν

부정사 γεωρύχειν

분사 남성여성중성
γεωρυχων

γεωρυχουντος

γεωρυχουσα

γεωρυχουσης

γεωρυχουν

γεωρυχουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 γεωρύχουμαι

γεωρύχει, γεωρύχῃ

γεωρύχειται

쌍수 γεωρύχεισθον

γεωρύχεισθον

복수 γεωρυχοῦμεθα

γεωρύχεισθε

γεωρύχουνται

접속법단수 γεωρύχωμαι

γεωρύχῃ

γεωρύχηται

쌍수 γεωρύχησθον

γεωρύχησθον

복수 γεωρυχώμεθα

γεωρύχησθε

γεωρύχωνται

기원법단수 γεωρυχοίμην

γεωρύχοιο

γεωρύχοιτο

쌍수 γεωρύχοισθον

γεωρυχοίσθην

복수 γεωρυχοίμεθα

γεωρύχοισθε

γεωρύχοιντο

명령법단수 γεωρύχου

γεωρυχεῖσθω

쌍수 γεωρύχεισθον

γεωρυχεῖσθων

복수 γεωρύχεισθε

γεωρυχεῖσθων, γεωρυχεῖσθωσαν

부정사 γεωρύχεισθαι

분사 남성여성중성
γεωρυχουμενος

γεωρυχουμενου

γεωρυχουμενη

γεωρυχουμενης

γεωρυχουμενον

γεωρυχουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION