Ancient Greek-English Dictionary Language

γελωτοποιία

First declension Noun; Transliteration:

Principal Part: γελωτοποιία

Etym.: from gelwtopoio/s

Sense

  1. buffoonery

Examples

  • καὶ πάντα ταῦτα εἷσ ἄνθρωπόσ ἐστιν, τὰ μὲν οὖν ἄλλα θεάματα καὶ ἀκούσματα ἑνὸσ ἑκάστου ἔργου τὴν ἐπίδειξιν ἔχει ἢ γὰρ αὐλόσ ἐστιν ἢ κιθάρα ἢ διὰ φωνῆσ μελῳδία ἢ τραγικὴ δραματουργία ἢ κωμικὴ γελωτοποιία· (Lucian, De saltatione, (no name) 67:7)
  • ἐπειδὴ δὲ εἰσ τὸν Φίλιππον ἧκον, ἠρώτων αὐτὸν τί ὁρῶν ἐν τῇ γελωτοποιίᾳ μέγα ἐπ’ αὐτῇ φρονοίη. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 4 51:2)

Synonyms

  1. buffoonery

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION