Ancient Greek-English Dictionary Language

φορολογέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: φορολογέω φορολογήσω

Structure: φορολογέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to levy tribute from

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φορολόγω φορολόγεις φορολόγει
Dual φορολόγειτον φορολόγειτον
Plural φορολόγουμεν φορολόγειτε φορολόγουσιν*
SubjunctiveSingular φορολόγω φορολόγῃς φορολόγῃ
Dual φορολόγητον φορολόγητον
Plural φορολόγωμεν φορολόγητε φορολόγωσιν*
OptativeSingular φορολόγοιμι φορολόγοις φορολόγοι
Dual φορολόγοιτον φορολογοίτην
Plural φορολόγοιμεν φορολόγοιτε φορολόγοιεν
ImperativeSingular φορολο͂γει φορολογεῖτω
Dual φορολόγειτον φορολογεῖτων
Plural φορολόγειτε φορολογοῦντων, φορολογεῖτωσαν
Infinitive φορολόγειν
Participle MasculineFeminineNeuter
φορολογων φορολογουντος φορολογουσα φορολογουσης φορολογουν φορολογουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φορολόγουμαι φορολόγει, φορολόγῃ φορολόγειται
Dual φορολόγεισθον φορολόγεισθον
Plural φορολογοῦμεθα φορολόγεισθε φορολόγουνται
SubjunctiveSingular φορολόγωμαι φορολόγῃ φορολόγηται
Dual φορολόγησθον φορολόγησθον
Plural φορολογώμεθα φορολόγησθε φορολόγωνται
OptativeSingular φορολογοίμην φορολόγοιο φορολόγοιτο
Dual φορολόγοισθον φορολογοίσθην
Plural φορολογοίμεθα φορολόγοισθε φορολόγοιντο
ImperativeSingular φορολόγου φορολογεῖσθω
Dual φορολόγεισθον φορολογεῖσθων
Plural φορολόγεισθε φορολογεῖσθων, φορολογεῖσθωσαν
Infinitive φορολόγεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
φορολογουμενος φορολογουμενου φορολογουμενη φορολογουμενης φορολογουμενον φορολογουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φορολογήσω φορολογήσεις φορολογήσει
Dual φορολογήσετον φορολογήσετον
Plural φορολογήσομεν φορολογήσετε φορολογήσουσιν*
OptativeSingular φορολογήσοιμι φορολογήσοις φορολογήσοι
Dual φορολογήσοιτον φορολογησοίτην
Plural φορολογήσοιμεν φορολογήσοιτε φορολογήσοιεν
Infinitive φορολογήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
φορολογησων φορολογησοντος φορολογησουσα φορολογησουσης φορολογησον φορολογησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φορολογήσομαι φορολογήσει, φορολογήσῃ φορολογήσεται
Dual φορολογήσεσθον φορολογήσεσθον
Plural φορολογησόμεθα φορολογήσεσθε φορολογήσονται
OptativeSingular φορολογησοίμην φορολογήσοιο φορολογήσοιτο
Dual φορολογήσοισθον φορολογησοίσθην
Plural φορολογησοίμεθα φορολογήσοισθε φορολογήσοιντο
Infinitive φορολογήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
φορολογησομενος φορολογησομενου φορολογησομενη φορολογησομενης φορολογησομενον φορολογησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ οἱ ὀφθαλμοὶ τοῦ Θεοῦ ἐπὶ τὴν αἰχμαλωσίαν Ἰούδα, καὶ οὐ κατήργησαν αὐτοὺσ ἕωσ γνώμη τῷ Δαρείῳ ἀπηνέχθη. καὶ τότε ἀπεστάλη τῷ φορολόγῳ ὑπὲρ τούτου. (Septuagint, Liber Esdrae II 5:5)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION