헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

φοιταλέος

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: φοιταλέος φοιταλέᾱ φοιταλέον

형태분석: φοιταλε (어간) + ος (어미)

어원: foita/w

  1. roaming wildly about
  2. driving madly about, maddening

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 φοιταλέος

(이)가

φοιταλέᾱ

(이)가

φοιταλέον

(것)가

속격 φοιταλέου

(이)의

φοιταλέᾱς

(이)의

φοιταλέου

(것)의

여격 φοιταλέῳ

(이)에게

φοιταλέᾱͅ

(이)에게

φοιταλέῳ

(것)에게

대격 φοιταλέον

(이)를

φοιταλέᾱν

(이)를

φοιταλέον

(것)를

호격 φοιταλέε

(이)야

φοιταλέᾱ

(이)야

φοιταλέον

(것)야

쌍수주/대/호 φοιταλέω

(이)들이

φοιταλέᾱ

(이)들이

φοιταλέω

(것)들이

속/여 φοιταλέοιν

(이)들의

φοιταλέαιν

(이)들의

φοιταλέοιν

(것)들의

복수주격 φοιταλέοι

(이)들이

φοιταλέαι

(이)들이

φοιταλέα

(것)들이

속격 φοιταλέων

(이)들의

φοιταλεῶν

(이)들의

φοιταλέων

(것)들의

여격 φοιταλέοις

(이)들에게

φοιταλέαις

(이)들에게

φοιταλέοις

(것)들에게

대격 φοιταλέους

(이)들을

φοιταλέᾱς

(이)들을

φοιταλέα

(것)들을

호격 φοιταλέοι

(이)들아

φοιταλέαι

(이)들아

φοιταλέα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αἰαῖ, δρομάδεσ ὦ πτεροφόροι ποτνιάδεσ θεαί, ἀβάκχευτον αἳ θίασον ἐλάχετ’ ἐν δάκρυσι καὶ γόοισ, μελάγχρωτεσ εὐμενίδεσ, αἵτε τὸν ταναὸν αἰθέρ’ ἀμπάλλεσθ’, αἵματοσ τινύμεναι δίκαν, τινύμεναι φόνον, καθικετεύομαι καθικετεύομαι, τὸν Ἀγαμέμνονοσ γόνον ἐάσατ’ ἐκλαθέσθαι λύσσασ μανιάδοσ φοιταλέου. (Euripides, choral, strophe 11)

    (에우리피데스, choral, strophe 11)

  • ἁ τριτάτα δ’ οἰωνὸν ἐΰπτερον, ἁ δὲ τετάρτα τύμπανον, ἁ πέμπτα χαλκοβαρὲσ κρόταλον πᾶσαι φοιταλέαι τε παρηόριόν τε νόημα, ἐκπλαγέεσ λύσσᾳ δαίμονοσ εὐιάδι. (Unknown, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 603 1:1)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume III, book 9, chapter 603 1:1)

유의어

  1. roaming wildly about

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION