Ancient Greek-English Dictionary Language

φοινικοβατέω

ε-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: φοινικοβατέω

Structure: φοινικοβατέ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to climb palms

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φοινικοβάτω φοινικοβάτεις φοινικοβάτει
Dual φοινικοβάτειτον φοινικοβάτειτον
Plural φοινικοβάτουμεν φοινικοβάτειτε φοινικοβάτουσιν*
SubjunctiveSingular φοινικοβάτω φοινικοβάτῃς φοινικοβάτῃ
Dual φοινικοβάτητον φοινικοβάτητον
Plural φοινικοβάτωμεν φοινικοβάτητε φοινικοβάτωσιν*
OptativeSingular φοινικοβάτοιμι φοινικοβάτοις φοινικοβάτοι
Dual φοινικοβάτοιτον φοινικοβατοίτην
Plural φοινικοβάτοιμεν φοινικοβάτοιτε φοινικοβάτοιεν
ImperativeSingular φοινικοβᾶτει φοινικοβατεῖτω
Dual φοινικοβάτειτον φοινικοβατεῖτων
Plural φοινικοβάτειτε φοινικοβατοῦντων, φοινικοβατεῖτωσαν
Infinitive φοινικοβάτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
φοινικοβατων φοινικοβατουντος φοινικοβατουσα φοινικοβατουσης φοινικοβατουν φοινικοβατουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular φοινικοβάτουμαι φοινικοβάτει, φοινικοβάτῃ φοινικοβάτειται
Dual φοινικοβάτεισθον φοινικοβάτεισθον
Plural φοινικοβατοῦμεθα φοινικοβάτεισθε φοινικοβάτουνται
SubjunctiveSingular φοινικοβάτωμαι φοινικοβάτῃ φοινικοβάτηται
Dual φοινικοβάτησθον φοινικοβάτησθον
Plural φοινικοβατώμεθα φοινικοβάτησθε φοινικοβάτωνται
OptativeSingular φοινικοβατοίμην φοινικοβάτοιο φοινικοβάτοιτο
Dual φοινικοβάτοισθον φοινικοβατοίσθην
Plural φοινικοβατοίμεθα φοινικοβάτοισθε φοινικοβάτοιντο
ImperativeSingular φοινικοβάτου φοινικοβατεῖσθω
Dual φοινικοβάτεισθον φοινικοβατεῖσθων
Plural φοινικοβάτεισθε φοινικοβατεῖσθων, φοινικοβατεῖσθωσαν
Infinitive φοινικοβάτεισθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
φοινικοβατουμενος φοινικοβατουμενου φοινικοβατουμενη φοινικοβατουμενης φοινικοβατουμενον φοινικοβατουμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to climb palms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION