Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐσεβής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐσεβής εὐσεβής εὐσεηές

Structure: εὐσεβη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: se/bw

Sense

  1. pious, righteous, reverent to the gods, (4th C AD) reverent to the Emperor

Examples

  • ἐπιθυμίαι ἀσεβῶν κακαί, αἱ δὲ ρίζαι τῶν εὐσεβῶν ἐν ὀχυρώμασι. (Septuagint, Liber Proverbiorum 12:13)
  • ἐπιθυμίαι εὐσεβῶν ἡδύνουσι ψυχήν, ἔργα δὲ ἀσεβῶν μακρὰν ἀπὸ γνώσεωσ. (Septuagint, Liber Proverbiorum 13:20)
  • Ἔστι λέξισ ἀντιπεριβεβλημένη θανάτῳ, μὴ εὑρεθήτω ἐν κληρονομίᾳ Ἰακώβ. ἀπὸ γὰρ εὐσεβῶν ταῦτα πάντα ἀποστήσεται, καὶ ἐν ἁμαρτίαισ οὐκ ἐγκυλισθήσονται. (Septuagint, Liber Sirach 23:12)
  • παγίδι ἁλώσονται οἱ εὐφραινόμενοι πτώσει εὐσεβῶν, καὶ ὀδύνη καταναλώσει αὐτοὺσ πρὸ τοῦ θανάτου αὐτῶν. (Septuagint, Liber Sirach 27:29)
  • οὐ μὴ κρατήσει εὐσεβῶν, καὶ ἐν τῇ φλογὶ αὐτῆσ οὐ καήσονται. (Septuagint, Liber Sirach 28:22)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION