Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐσεβής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐσεβής εὐσεβής εὐσεηές

Structure: εὐσεβη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: se/bw

Sense

  1. pious, righteous, reverent to the gods, (4th C AD) reverent to the Emperor

Examples

  • σύ τ’, ὦ παρασπίστ’, ἀνδρὸσ εὐσεβεστάτου παίδευμα Πυλάδη, στέφανον ἐξ ἐμῆσ χερὸσ δέχου· (Euripides, episode3)
  • ἐγὼ δ’, ἐν ἀνδρὸσ εὐσεβεστάτου τραφεὶσ Χείρωνοσ, ἔμαθον τοὺσ τρόπουσ ἁπλοῦσ ἔχειν. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, dialogue 1:6)
  • ἡ δὲ μήτηρ Ἑλένη τὸν τοῦ παιδὸσ θάνατον ἀκούσασα βαρέωσ μὲν ἤνεγκεν ὡσ εἰκὸσ μητέρα στερομένην εὐσεβεστάτου παιδόσ, παραμυθίαν δ’ ὅμωσ εἶχεν τὴν διαδοχὴν ἀκούσασα εἰσ τὸν πρεσβύτερον αὐτῆσ υἱὸν ἥκουσαν, καὶ πρὸσ αὐτὸν ἔσπευδεν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 20 113:1)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION