Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐσεβής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐσεβής εὐσεβής εὐσεηές

Structure: εὐσεβη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: se/bw

Sense

  1. pious, righteous, reverent to the gods, (4th C AD) reverent to the Emperor

Examples

  • δεδόχθαι τῷ δήμῳ χειροτονῆσαι τὸν δῆμον ἕνα ἄνδρα ἐξ Ἀθηναίων, ὅστισ ἀφικόμενοσ πρὸσ τὸν Σωτῆρα καὶ καλλιερησάμενοσ ἐπερωτήσει τὸν Σωτῆρα πῶσ ἂν εὐσεβέστατα καὶ κάλλιστα καὶ τὴν ταχίστην ὁ δῆμοσ τὴν ἀποκατάστασιν ποιήσαιτο τῶν ἀναθημάτων· (Plutarch, Demetrius, chapter 13 1:4)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION