Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐσεβής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: εὐσεβής εὐσεβής εὐσεηές

Structure: εὐσεβη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: se/bw

Sense

  1. pious, righteous, reverent to the gods, (4th C AD) reverent to the Emperor

Examples

  • εὖ ποίησον εὐσεβεῖ, καὶ εὑρήσεισ ἀνταπόδομα καὶ εἰ μὴ παῤ αὐτοῦ, ἀλλὰ παρὰ Ὑψίστου. (Septuagint, Liber Sirach 12:2)
  • δὸσ τῷ εὐσεβεῖ καὶ μὴ ἀντιλάβῃ τοῦ ἁμαρτωλοῦ. (Septuagint, Liber Sirach 12:4)
  • ἀπὸ τῶν πτερύγων τῆσ γῆσ τέρατα ἠκούσαμεν, ἐλπὶσ τῷ εὐσεβεῖ. καὶ ἐροῦσιν. οὐαὶ τοῖσ ἀθετοῦσιν, οἱ ἀθετοῦντεσ τὸν νόμον. (Septuagint, Liber Isaiae 24:16)
  • ἐν εὐσεβεῖ γοῦν νόμιμα μὴ κλέπτειν νεκρῶν. (Euripides, Helen, episode 4:34)
  • Θήρωνί τ’ ἐλθεῖν κῦδοσ, εὐί̈ππων διδόντων Τυνδαριδᾶν, ὅτι πλείσταισι βροτῶν ξεινίαισ αὐτοὺσ ἐποίχονται τραπέζαισ, εὐσεβεῖ γνώμᾳ φυλάσσοντεσ μακάρων τελετάσ. (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 3 15:1)

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION