- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὐσεβής?

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: eusebēs 고전 발음: [세베:] 신약 발음: [새베]

기본형: εὐσεβής εὐσεβής εὐσεηές

형태분석: εὐσεβη (어간) + ς (어미)

어원: σέβω

  1. 떳떳한, 공정한, 독실한, 경건한, 순수한
  1. pious, righteous, reverent to the gods, (4th C AD) reverent to the Emperor

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 εὐσεβής

떳떳한 (이)가

εὐσεβές

떳떳한 (것)가

속격 εὐσεβούς

떳떳한 (이)의

εὐσεβούς

떳떳한 (것)의

여격 εὐσεβεί

떳떳한 (이)에게

εὐσεβεί

떳떳한 (것)에게

대격 εὐσεβή

떳떳한 (이)를

εὐσεβές

떳떳한 (것)를

호격 εὐσεβές

떳떳한 (이)야

εὐσεβές

떳떳한 (것)야

쌍수주/대/호 εὐσεβεί

떳떳한 (이)들이

εὐσεβεί

떳떳한 (것)들이

속/여 εὐσεβοίν

떳떳한 (이)들의

εὐσεβοίν

떳떳한 (것)들의

복수주격 εὐσεβείς

떳떳한 (이)들이

εὐσεβή

떳떳한 (것)들이

속격 εὐσεβών

떳떳한 (이)들의

εὐσεβών

떳떳한 (것)들의

여격 εὐσεβέσι(ν)

떳떳한 (이)들에게

εὐσεβεσί(ν)

떳떳한 (것)들에게

대격 εὐσεβείς

떳떳한 (이)들을

εὐσεβή

떳떳한 (것)들을

호격 εὐσεβείς

떳떳한 (이)들아

εὐσεβή

떳떳한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ νῦν δεήθητι περὶ ἡμῶν, ὅτι γυνὴ εὐσεβὴς εἶ, καὶ ἀποστελεῖ Κύριος τὸν ὑετὸν εἰς πλήρωσιν τῶν λάκκων ἡμῶν, καὶ οὐκ ἐκλείψωμεν ἔτι. (Septuagint, Liber Iudith 8:31)

    (70인역 성경, 유딧기 8:31)

  • εἶτ᾿ ἐμβλέπων τοῖς μετ᾿ εὐσεβείας κοιμωμένοις κάλλιστον ἀποκείμενον χαριστήριον, ὁσία καὶ εὐσεβὴς ἡ ἐπίνοια. ὅθεν περὶ τῶν τεθνηκότων τὸν ἐξιλασμὸν ἐποιήσαντο τῆς ἁμαρτίας ἀπολυθῆναι. (Septuagint, Liber Maccabees II 12:45)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 12:45)

  • γυνὴ ἀσεβὴς ἀνόμῳ μερὶς δοθήσεται, εὐσεβὴς δὲ δίδοται τῷ φοβουμένῳ τὸν Κύριον. (Septuagint, Liber Sirach 26:23)

    (70인역 성경, Liber Sirach 26:23)

  • ὅτι ἀπόλωλεν εὐσεβὴς ἀπὸ τῆς γῆς καὶ κατορθῶν ἐν ἀνθρώποις οὐχ ὑπάρχει. πάντες εἰς αἵματα δικάζονται, ἕκαστος τὸν πλησίον αὐτοῦ ἐκθλίβουσιν ἐκθλιβῇ, (Septuagint, Prophetia Michaeae 7:2)

    (70인역 성경, 미카서 7:2)

  • Φιλοσοφώτατον λόγον ἐπιδείκνυσθαι μέλλων, εἰ αὐτοδέσποτός ἐστι τῶν παθῶν ὁ εὐσεβὴς λογισμός, συμβουλεύσαιμ ἂν ὑμῖν ὀρθῶς, ὅπως προθύμως προσέχητε τῇ φιλοσοφίᾳ. (Septuagint, Liber Maccabees IV 1:1)

    (70인역 성경, Liber Maccabees IV 1:1)

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION