헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εὑρησιεπής

3군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εὑρησιεπής εὑρησιεπές

형태분석: εὑρησιεπη (어간) + ς (어미)

어원: e)/pos

  1. 말수가 많은, 장황하게 쓰는, 지루하게 긴, 수다스러운, 장황한
  1. inventive of words, fluent, wordy, sophistical

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 εὑρησιεπής

말수가 많은 (이)가

εὑρησίεπες

말수가 많은 (것)가

속격 εὑρησιεπούς

말수가 많은 (이)의

εὑρησιέπους

말수가 많은 (것)의

여격 εὑρησιεπεί

말수가 많은 (이)에게

εὑρησιέπει

말수가 많은 (것)에게

대격 εὑρησιεπή

말수가 많은 (이)를

εὑρησίεπες

말수가 많은 (것)를

호격 εὑρησιεπές

말수가 많은 (이)야

εὑρησίεπες

말수가 많은 (것)야

쌍수주/대/호 εὑρησιεπεί

말수가 많은 (이)들이

εὑρησιέπει

말수가 많은 (것)들이

속/여 εὑρησιεποίν

말수가 많은 (이)들의

εὑρησιέποιν

말수가 많은 (것)들의

복수주격 εὑρησιεπείς

말수가 많은 (이)들이

εὑρησιέπη

말수가 많은 (것)들이

속격 εὑρησιεπών

말수가 많은 (이)들의

εὑρησιέπων

말수가 많은 (것)들의

여격 εὑρησιεπέσιν*

말수가 많은 (이)들에게

εὑρησιέπεσιν*

말수가 많은 (것)들에게

대격 εὑρησιεπείς

말수가 많은 (이)들을

εὑρησιέπη

말수가 많은 (것)들을

호격 εὑρησιεπείς

말수가 많은 (이)들아

εὑρησιέπη

말수가 많은 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • νῦν οὖν ἀτεχνῶσ ὅ τι βούλονται τουτὶ τοὐμὸν σῶμ’ αὐτοῖσιν παρέχω, τύπτειν πεινῆν διψῆν αὐχμεῖν ῥιγῶν ἀσκὸν δείρειν, εἴπερ τὰ χρέα διαφευξοῦμαι, τοῖσ τ’ ἀνθρώποισ εἶναι δόξω θρασὺσ εὔγλωττοσ τολμηρὸσ ἴτησ βδελυρὸσ ψευδῶν συγκολλητὴσ εὑρησιεπὴσ περίτριμμα δικῶν κύρβισ κρόταλον κίναδοσ τρύμη μάσθλησ εἴρων γλοιὸσ ἀλαζὼν κέντρων μιαρὸσ στρόφισ ἀργαλέοσ ματιολοιχόσ· (Aristophanes, Clouds, Choral, anapests 2:3)

    (아리스토파네스, Clouds, Choral, anapests 2:3)

  • εἰήν εὑρησιεπὴσ ἀναγεῖσθαι πρόσφοροσ ἐν Μοισᾶν δίφρῳ· (Pindar, Odes, olympian odes, olympian 9 21:1)

    (핀다르, Odes, olympian odes, olympian 9 21:1)

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION