Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐθαλής

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: εὐθαλής εὐθαλές

Structure: εὐθαλη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: εὐθηλής, εὐθηλές의 도리아 방언, qa/llw

Sense

  1. blooming, flourishing, thriving

Examples

  • καίτοι Σωκράτει μὲν ἀπέχρησε πλάτανοσ εὐφυὴσ καὶ πόα εὐθαλὴσ καὶ πηγὴ διαυγὴσ μικρὸν ἀπὸ τοῦ Ἰλισσοῦ, κἀνταῦθα καθεζόμενοσ Φαίδρου τε τοῦ Μυρρινουσίου κατειρωνεύετο καὶ τὸν Λυσίου τοῦ Κεφάλου λόγον διήλεγχε καὶ τὰσ Μούσασ ἐκάλει, καὶ ἐπίστευεν ἥξειν αὐτὰσ ἐπὶ τὴν ἐρημίαν συλληψομένασ τῶν περὶ τοῦ ἔρωτοσ λόγων, καὶ οὐκ ᾐσχύνετο γέρων ἄνθρωποσ παρακαλῶν παρθένουσ συνᾳσομένασ τὰ παιδεραστικά. (Lucian, De Domo, (no name) 4:6)
  • ὥσπερ οἶμαι καὶ πυρὸν ἢν τὸν αὐτὸν ἐσ διαφόρουσ χώρασ ἐμβάλῃσ, ἄλλωσ μὲν ἐν τῇ πεδινῇ καὶ βαθείᾳ καὶ ποτιζομένῃ καὶ εὐηλίῳ καὶ εὐηνέμῳ καὶ ἐξειργασμένῃ ἀναφύσεται, εὐθαλὴσ οἶμαι καὶ εὔτροφοσ καὶ πολύχουσ καρπόσ, ἄλλωσ δὲ ἐν ὄρει καὶ ὑπολίθῳ γηδίῳ, ἄλλωσ δὲ ἐν δυσηλίῳ, ἄλλωσ δὲ ἐν ὑπωρείᾳ, καὶ ὅλωσ διαφόρωσ καθ’ ἑκάστουσ τόπουσ. (Lucian, Abdicatus, (no name) 27:5)

Synonyms

  1. blooming

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION