Ancient Greek-English Dictionary Language

ἑτεροκλινής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἑτεροκλινής ἑτεροκλινές

Structure: ἑτεροκλινη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: kli/nw

Sense

  1. leaning to one side, sloping

Examples

  • τοῦτο μὲν γὰρ εὐώδη διαφερόντωσ φησὶ τὴν νῆσον τῶν ἡδίστων ἐν αὐτῇ καιομένων θυμιαμάτων, τοῦτο δὲ σύσκιον δένδροισ εὐθαλέσι, κύκλῳ δὲ περὶ τὸ σπήλαιον ἄμπελονπεριήκουσαν ὡραίαν, βότρυσι βριθομένην, ἔμπροσθεν δὲ λειμῶνασ ἁπαλοὺσ ἀναμὶξ σελίνων τε καὶ ἑτέρων, ἐν δὲ τῷ μέσῳ κρήνασ τέτταρασ λαμπροῦ καὶ διαφανοῦσ ὕδατοσ πάντοσε ἀπορρέοντοσ, ἅτε οὐκ ὄντοσ ἑτεροκλινοῦσ οὐδὲ ἀνίσου τοῦ χωρίου. (Dio, Chrysostom, Orationes, 51:1)

Synonyms

  1. leaning to one side

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION