Ancient Greek-English Dictionary Language

ἑτεροκλινής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἑτεροκλινής ἑτεροκλινές

Structure: ἑτεροκλινη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: kli/nw

Sense

  1. leaning to one side, sloping

Examples

  • καὶ ἡ μὲν οὕτωσ ἐθισθεῖσα ψυχὴ δυνήσεται ἅπαντα διαπράττεσθαι τὰ προσήκοντα αὐτῇ, ἡ δὲ ῥεμβομένη τε καὶ ἀλύουσα καὶ ἄλλοτε ἐπ̓ ἄλλο τρεπομένη, ὅταν τι προφανῇ ποτε ἡδονήν τινα ἢ ῥᾳστώνην ἔχον, ὥσπερ ὕδατοσ ἐν ἑτεροκλινεῖ χωρίῳ ὅποι ἔτυχε τρεπομένου, οὐδὲν ἂν ὠφεληθείη οὐδ̓ ὑπὸ τῆσ πάσησ ἡσυχίασ τε καὶ ἐρημίασ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 24:1)

Synonyms

  1. leaning to one side

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION