Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐποπτάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐποπτάω ἐποπτήσω

Structure: ἐπ (Prefix) + ὀπτά (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to roast besides or after

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπόπτω ἐπόπτᾳς ἐπόπτᾳ
Dual ἐπόπτᾱτον ἐπόπτᾱτον
Plural ἐπόπτωμεν ἐπόπτᾱτε ἐπόπτωσιν*
SubjunctiveSingular ἐπόπτω ἐπόπτῃς ἐπόπτῃ
Dual ἐπόπτητον ἐπόπτητον
Plural ἐπόπτωμεν ἐπόπτητε ἐπόπτωσιν*
OptativeSingular ἐπόπτῳμι ἐπόπτῳς ἐπόπτῳ
Dual ἐπόπτῳτον ἐποπτῷτην
Plural ἐπόπτῳμεν ἐπόπτῳτε ἐπόπτῳεν
ImperativeSingular ἐπο͂πτᾱ ἐποπτᾶτω
Dual ἐπόπτᾱτον ἐποπτᾶτων
Plural ἐπόπτᾱτε ἐποπτῶντων, ἐποπτᾶτωσαν
Infinitive ἐπόπτᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐποπτων ἐποπτωντος ἐποπτωσα ἐποπτωσης ἐποπτων ἐποπτωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐπόπτωμαι ἐπόπτᾳ ἐπόπτᾱται
Dual ἐπόπτᾱσθον ἐπόπτᾱσθον
Plural ἐποπτῶμεθα ἐπόπτᾱσθε ἐπόπτωνται
SubjunctiveSingular ἐπόπτωμαι ἐπόπτῃ ἐπόπτηται
Dual ἐπόπτησθον ἐπόπτησθον
Plural ἐποπτώμεθα ἐπόπτησθε ἐπόπτωνται
OptativeSingular ἐποπτῷμην ἐπόπτῳο ἐπόπτῳτο
Dual ἐπόπτῳσθον ἐποπτῷσθην
Plural ἐποπτῷμεθα ἐπόπτῳσθε ἐπόπτῳντο
ImperativeSingular ἐπόπτω ἐποπτᾶσθω
Dual ἐπόπτᾱσθον ἐποπτᾶσθων
Plural ἐπόπτᾱσθε ἐποπτᾶσθων, ἐποπτᾶσθωσαν
Infinitive ἐπόπτᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐποπτωμενος ἐποπτωμενου ἐποπτωμενη ἐποπτωμενης ἐποπτωμενον ἐποπτωμενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • οὐδ’ εἶχον μέθυ λεῖψαι ἐπ’ αἰθομένοισ ἱεροῖσιν, ἀλλ’ ὕδατι σπένδοντεσ ἐπώπτων ἔγκατα πάντα. (Homer, Odyssey, Book 12 40:6)

Synonyms

  1. to roast besides or after

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION