Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπικαμπής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπικαμπής ἐπικαμπές

Structure: ἐπικαμπη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: from e)pika/mptw

Sense

  1. curved, curling

Examples

  • οὐδαμῶσ, ἀλλ’ ὁ Ἑρμῆσ, οὗπερ ἱερόσ εἰμι, ἐξαίρετον ἔδωκέ μοι τοῦτο, ἤν τισ τὸ οὐραῖον πτερὸν τὸ μήκιστον, ὃ δι’ ἁπαλότητα ἐπικαμπέσ ἐστι ‐ δύο δ’ ἔστι σοι τοιαῦτα. (Lucian, Gallus, (no name) 28:8)
  • τοῦτο δ’ ἔστι μὲν ἐπικαμπὲσ ἐκ θατέρου πέρατοσ, καλεῖται δὲ λίτυον χρῶνται δ’ αὐτῷ πρὸσ τὰσ τῶν πλινθίων ὑπογραφάσ ὅταν ἐπ’ ὄρνισι διαμαντευόμενοι καθέζωνται, ὡσ κἀκεῖνοσ ἐχρῆτο μαντικώτατοσ ὤν. (Plutarch, Camillus, chapter 32 5:1)

Synonyms

  1. curved

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION