Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐπαχθής

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐπαχθής ἐπαχθές

Structure: ἐπαχθη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: a)/xqos

Sense

  1. heavy, ponderous
  2. burdensome, annoying, grievous

Examples

  • ἀλλ’ ὡσ παρέλαβον τὴν τέχνην παρὰ σοῦ τὸ πρῶτον εὐθὺσ οἰδοῦσαν ὑπὸ κομπασμάτων καὶ ῥημάτων ἐπαχθῶν, ἴσχνανα μὲν πρώτιστον αὐτὴν καὶ τὸ βάροσ ἀφεῖλον ἐπυλλίοισ καὶ περιπάτοισ καὶ τευτλίοισι λευκοῖσ, χυλὸν διδοὺσ στωμυλμάτων ἀπὸ βιβλίων ἀπηθῶν· (Aristophanes, Frogs, Agon, Epirrheme 1:2)
  • Νίγροσ ὁ πολίτησ ἡμῶν ἀπὸ σχολῆσ ἀφῖκτο συγγεγονὼσ ἐνδόξῳ φιλοσόφῳ χρόνον οὐ πολύν, ἀλλ’ ἐν ὅσῳ τὰ τάνδρὸσ οὐ καταλαμβάνοντεσ ἀνεπίμπλαντο τῶν ἐπαχθῶν ἀπ’ αὐτοῦ μιμούμενοι τὸ ἐπιτιμητικὸν καὶ ἐλέγχοντεσ ἐπὶ παντὶ πράγματι τοὺσ συνόντασ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 6, 1:1)

Synonyms

  1. burdensome

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION