- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐνερευθής?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: enereuthēs 고전 발음: [에네레테:] 신약 발음: [애내레]

기본형: ἐνερευθής ἐνερευθές

형태분석: ἐνερευθη (어간) + ς (어미)

  1. somewhat ruddy

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐνερευθής

(이)가

ἐνέρευθες

(것)가

속격 ἐνερευθούς

(이)의

ἐνερεύθους

(것)의

여격 ἐνερευθεί

(이)에게

ἐνερεύθει

(것)에게

대격 ἐνερευθή

(이)를

ἐνέρευθες

(것)를

호격 ἐνερευθές

(이)야

ἐνέρευθες

(것)야

쌍수주/대/호 ἐνερευθεί

(이)들이

ἐνερεύθει

(것)들이

속/여 ἐνερευθοίν

(이)들의

ἐνερεύθοιν

(것)들의

복수주격 ἐνερευθείς

(이)들이

ἐνερεύθη

(것)들이

속격 ἐνερευθών

(이)들의

ἐνερεύθων

(것)들의

여격 ἐνερευθέσι(ν)

(이)들에게

ἐνερεύθεσι(ν)

(것)들에게

대격 ἐνερευθείς

(이)들을

ἐνερεύθη

(것)들을

호격 ἐνερευθείς

(이)들아

ἐνερεύθη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ δὴ παρακεκλήσθω Πολύγνωτος καὶ Εὐφράνωρ ἐκεῖνος καὶ Ἀπελλῆς καὶ Αἐτίων οὗτοι δὲ διελόμενοι τὸ ἔργον ὁ μὲν Εὐφράνωρ χρωσάτω τὴν κόμην οἱάν τῆς Ἥρας ἔγραψεν, ὁ Πολύγνωτος δὲ ὀφρύων τὸ ἐπιπρεπὲς καὶ παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς οἱάν τὴν Κασάνδραν ἐν τῇ λέσχῃ ἐποίησεν τοῖς Δελφοῖς, καὶ ἐσθῆτα δὲ οὗτος ποιησάτω εἰς τὸ λεπτότατον ἐξειργασμένην, ὡς συνεστάλθαι μὲν ὅσα χρή, διηνεμῶσθαι δὲ τὰ πολλά: (Lucian, Imagines, (no name) 7:7)

    (루키아노스, Imagines, (no name) 7:7)

  • ὄντως δὲ ὁ παλαιὸς οἶνος οὐ πρὸς ἡδονὴν μόνον, ἀλλὰ καὶ πρὸς ὑγίειαν προσφορώτερος, πέσσει τε γὰρ μᾶλλον τὰ σῖτα καὶ λεπτομερὴς ὢν εὐανάδοτός ἐστι δύναμίν τε τοῖς σώμασιν ἐμποιεῖ τὸ αἷμά τε ἐνερευθὲς καὶ εὐανάδοτον κατασκευάζει καὶ τοὺς ὕπνους ἀταράχους παρέχει, ἐπαινεῖ δὲ Ὅμηρος τὸν ἐπιδεχόμενον ἱκανὴν κρᾶσιν, ὡς τὸν τοῦ Μάρωνος. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 47 1:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, book 1, chapter 47 1:2)

  • διὰ δὲ τούτων ὡς δι ὑάλων κλωμένην τὴν ὄψιν πλατυτέρας δέχεσθαι τὰς φαντασίας, καθάπερ καὶ διὰ νέφους ξηροῦ καὶ λεπτοῦ βλέπουσαν δυόμενον ἢ ἀνατέλλοντα τὸν ἥλιον ἢ τὴν σελήνην, ἡνίκα καὶ ἐνερευθὲς φαίνεσθαι τὸ ἄστρον. (Strabo, Geography, book 3, chapter 1 10:8)

    (스트라본, 지리학, book 3, chapter 1 10:8)

유의어

  1. somewhat ruddy

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION