Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐνδυτός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐνδυτός ἐνδυτόν

Structure: ἐνδυτ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: from e)ndu/w

Sense

  1. put on
  2. a garment, dress, one's
  3. clad in, covered with

Examples

  • βρύετε βρύετε χλοήρει μίλακι καλλικάρπῳ καὶ καταβακχιοῦσθε δρυὸσ ἢ ἐλάτασ κλάδοισι, στικτῶν τ’ ἐνδυτὰ νεβρίδων στέφετε λευκοτρίχων πλοκάμων μαλλοῖσ· (Euripides, choral, strophe 22)
  • θᾶσσον δὲ διεφοροῦντο σαρκὸσ ἐνδυτὰ ἢ σὲ ξυνάψαι βλέφαρα βασιλείοισ κόραισ. (Euripides, episode, trochees 8:6)
  • ἐνδυτὰ καὶ ξανθοὺσ ἐκρέμασε πλοκάμουσ. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 217 2:1)
  • ἐνδυτὰ καὶ πλοκάμουσ τούτουσ θέτο Γάλλοσ ὀρείῃ μητρὶ θεῶν, τοίησ εἵνεκα συντυχίησ. (Unknown, Greek Anthology, book 6, chapter 2371)

Synonyms

  1. put on

  2. clad in

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION