Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπρέπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἐμπρέπω

Structure: ἐμπρέπ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)n

Sense

  1. to be conspicuous in, among
  2. to be conspicuous or famous for
  3. to suit

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπρέπω ἐμπρέπεις ἐμπρέπει
Dual ἐμπρέπετον ἐμπρέπετον
Plural ἐμπρέπομεν ἐμπρέπετε ἐμπρέπουσιν*
SubjunctiveSingular ἐμπρέπω ἐμπρέπῃς ἐμπρέπῃ
Dual ἐμπρέπητον ἐμπρέπητον
Plural ἐμπρέπωμεν ἐμπρέπητε ἐμπρέπωσιν*
OptativeSingular ἐμπρέποιμι ἐμπρέποις ἐμπρέποι
Dual ἐμπρέποιτον ἐμπρεποίτην
Plural ἐμπρέποιμεν ἐμπρέποιτε ἐμπρέποιεν
ImperativeSingular έ̓μπρεπε ἐμπρεπέτω
Dual ἐμπρέπετον ἐμπρεπέτων
Plural ἐμπρέπετε ἐμπρεπόντων, ἐμπρεπέτωσαν
Infinitive ἐμπρέπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπρεπων ἐμπρεποντος ἐμπρεπουσα ἐμπρεπουσης ἐμπρεπον ἐμπρεποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπρέπομαι ἐμπρέπει, ἐμπρέπῃ ἐμπρέπεται
Dual ἐμπρέπεσθον ἐμπρέπεσθον
Plural ἐμπρεπόμεθα ἐμπρέπεσθε ἐμπρέπονται
SubjunctiveSingular ἐμπρέπωμαι ἐμπρέπῃ ἐμπρέπηται
Dual ἐμπρέπησθον ἐμπρέπησθον
Plural ἐμπρεπώμεθα ἐμπρέπησθε ἐμπρέπωνται
OptativeSingular ἐμπρεποίμην ἐμπρέποιο ἐμπρέποιτο
Dual ἐμπρέποισθον ἐμπρεποίσθην
Plural ἐμπρεποίμεθα ἐμπρέποισθε ἐμπρέποιντο
ImperativeSingular ἐμπρέπου ἐμπρεπέσθω
Dual ἐμπρέπεσθον ἐμπρεπέσθων
Plural ἐμπρέπεσθε ἐμπρεπέσθων, ἐμπρεπέσθωσαν
Infinitive ἐμπρέπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπρεπομενος ἐμπρεπομενου ἐμπρεπομενη ἐμπρεπομενης ἐμπρεπομενον ἐμπρεπομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to be conspicuous in

  2. to be conspicuous or famous for

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION