Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐμπορπάω

α-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἐμπορπάω ἐμπορπήσω

Structure: ἐμπορπά (Stem) + ω (Ending)

Etym.: e)n

Sense

  1. to fasten with a brooch, fastened with a brooch

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπόρπω ἐμπόρπᾳς ἐμπόρπᾳ
Dual ἐμπόρπᾱτον ἐμπόρπᾱτον
Plural ἐμπόρπωμεν ἐμπόρπᾱτε ἐμπόρπωσιν*
SubjunctiveSingular ἐμπόρπω ἐμπόρπῃς ἐμπόρπῃ
Dual ἐμπόρπητον ἐμπόρπητον
Plural ἐμπόρπωμεν ἐμπόρπητε ἐμπόρπωσιν*
OptativeSingular ἐμπόρπῳμι ἐμπόρπῳς ἐμπόρπῳ
Dual ἐμπόρπῳτον ἐμπορπῷτην
Plural ἐμπόρπῳμεν ἐμπόρπῳτε ἐμπόρπῳεν
ImperativeSingular ἐμπο͂ρπᾱ ἐμπορπᾶτω
Dual ἐμπόρπᾱτον ἐμπορπᾶτων
Plural ἐμπόρπᾱτε ἐμπορπῶντων, ἐμπορπᾶτωσαν
Infinitive ἐμπόρπᾱν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπορπων ἐμπορπωντος ἐμπορπωσα ἐμπορπωσης ἐμπορπων ἐμπορπωντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπόρπωμαι ἐμπόρπᾳ ἐμπόρπᾱται
Dual ἐμπόρπᾱσθον ἐμπόρπᾱσθον
Plural ἐμπορπῶμεθα ἐμπόρπᾱσθε ἐμπόρπωνται
SubjunctiveSingular ἐμπόρπωμαι ἐμπόρπῃ ἐμπόρπηται
Dual ἐμπόρπησθον ἐμπόρπησθον
Plural ἐμπορπώμεθα ἐμπόρπησθε ἐμπόρπωνται
OptativeSingular ἐμπορπῷμην ἐμπόρπῳο ἐμπόρπῳτο
Dual ἐμπόρπῳσθον ἐμπορπῷσθην
Plural ἐμπορπῷμεθα ἐμπόρπῳσθε ἐμπόρπῳντο
ImperativeSingular ἐμπόρπω ἐμπορπᾶσθω
Dual ἐμπόρπᾱσθον ἐμπορπᾶσθων
Plural ἐμπόρπᾱσθε ἐμπορπᾶσθων, ἐμπορπᾶσθωσαν
Infinitive ἐμπόρπᾱσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπορπωμενος ἐμπορπωμενου ἐμπορπωμενη ἐμπορπωμενης ἐμπορπωμενον ἐμπορπωμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπορπήσω ἐμπορπήσεις ἐμπορπήσει
Dual ἐμπορπήσετον ἐμπορπήσετον
Plural ἐμπορπήσομεν ἐμπορπήσετε ἐμπορπήσουσιν*
OptativeSingular ἐμπορπήσοιμι ἐμπορπήσοις ἐμπορπήσοι
Dual ἐμπορπήσοιτον ἐμπορπησοίτην
Plural ἐμπορπήσοιμεν ἐμπορπήσοιτε ἐμπορπήσοιεν
Infinitive ἐμπορπήσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπορπησων ἐμπορπησοντος ἐμπορπησουσα ἐμπορπησουσης ἐμπορπησον ἐμπορπησοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἐμπορπήσομαι ἐμπορπήσει, ἐμπορπήσῃ ἐμπορπήσεται
Dual ἐμπορπήσεσθον ἐμπορπήσεσθον
Plural ἐμπορπησόμεθα ἐμπορπήσεσθε ἐμπορπήσονται
OptativeSingular ἐμπορπησοίμην ἐμπορπήσοιο ἐμπορπήσοιτο
Dual ἐμπορπήσοισθον ἐμπορπησοίσθην
Plural ἐμπορπησοίμεθα ἐμπορπήσοισθε ἐμπορπήσοιντο
Infinitive ἐμπορπήσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἐμπορπησομενος ἐμπορπησομενου ἐμπορπησομενη ἐμπορπησομενης ἐμπορπησομενον ἐμπορπησομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to fasten with a brooch

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION