- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐμπαίκτης?

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: empaiktēs 고전 발음: [엠빠떼:] 신약 발음: [앰빽떼]

기본형: ἐμπαίκτης ἐμπαίκτου

형태분석: ἐμπαικτ (어간) + ης (어미)

어원: from ἐμπαίζω

  1. 거짓말쟁이, 사기꾼, 조소하는 사람
  1. a mocker, deceiver

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐμπαίκτης

거짓말쟁이가

ἐμπαίκτα

거짓말쟁이들이

ἐμπαῖκται

거짓말쟁이들이

속격 ἐμπαίκτου

거짓말쟁이의

ἐμπαίκταιν

거짓말쟁이들의

ἐμπαικτῶν

거짓말쟁이들의

여격 ἐμπαίκτῃ

거짓말쟁이에게

ἐμπαίκταιν

거짓말쟁이들에게

ἐμπαίκταις

거짓말쟁이들에게

대격 ἐμπαίκτην

거짓말쟁이를

ἐμπαίκτα

거짓말쟁이들을

ἐμπαίκτας

거짓말쟁이들을

호격 ἐμπαῖκτα

거짓말쟁이야

ἐμπαίκτα

거짓말쟁이들아

ἐμπαῖκται

거짓말쟁이들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐπιστήσω νεανίσκους ἄρχοντας αὐτῶν, καὶ ἐμπαῖκται κυριεύσουσιν αὐτῶν. (Septuagint, Liber Isaiae 3:4)

    (70인역 성경, 이사야서 3:4)

  • τοῦτο πρῶτον γινώσκοντες ὅτι ἐλεύσονται ἐπ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν ἐν ἐμπαιγμονῇ ἐμπαῖκται κατὰ τὰς ἰδίας ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι καὶ λέγοντες Ποῦ ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία τῆς παρουσίας αὐτοῦ· (PETROU B, chapter 1 52:1)

    (PETROU B, chapter 1 52:1)

  • ὅτι ἔλεγον ὑμῖν Ἐπ ἐσχάτου χρόνου ἔσονται ἐμπαῖκται κατὰ τὰς ἑαυτῶν ἐπιθυμίας πορευόμενοι τῶν ἀσεβειῶν. (IOUDA, chapter 1 21:1)

    (IOUDA, chapter 1 21:1)

유의어

  1. 거짓말쟁이

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION