Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐλεφαντάρχης

First declension Noun; Masculine Transliteration:

Principal Part: ἐλεφαντάρχης ἐλεφαντάρχου

Structure: ἐλεφανταρχ (Stem) + ης (Ending)

Sense

  1. the commander of a squadron of elephants

Examples

  • "περιεώρα Δημήτριοσ τοὺσ κολακεύοντασ αὐτὸν ἐν τοῖσ συμποσίοισ καὶ ἐπιχεομένουσ Δημητρίου μὲν μόνου βασιλέωσ, Πτολεμαίου δὲ ναυάρχου, Λυσιμάχου δὲ γαζοφύλακοσ, Σελεύκου δ’ ἐλεφαντάρχου. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 781)
  • ἐκεῖνοσ δὲ χλευάζων καὶ γελῶν τοὺσ ἄλλον τινὰ πλὴν τοῦ πατρὸσ καὶ αὐτοῦ βασιλέα προσαγορεύοντασ, ἡδέωσ ἤκουε τῶν παρὰ πότον ἐπιχύσεισ λαμβανόντων Δημητρίου βασιλέωσ, Σελεύκου δὲ ἐλεφαντάρχου, Πτολεμαίου δὲ ναυάρχου, Λυσιμάχου δὲ γαζοφύλακοσ, Ἀγαθοκλέουσ δὲ τοῦ Σικελιώτου νησιάρχου. (Plutarch, Demetrius, chapter 25 4:1)

Synonyms

  1. the commander of a squadron of elephants

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION