헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐκχαλινόω

ο 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐκχαλινόω ἐκχαλινώσω

형태분석: ἐκ (접두사) + χαλινό (어간) + ω (인칭어미)

  1. to unbridle

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκχαλινῶ

ἐκχαλινοῖς

ἐκχαλινοῖ

쌍수 ἐκχαλινοῦτον

ἐκχαλινοῦτον

복수 ἐκχαλινοῦμεν

ἐκχαλινοῦτε

ἐκχαλινοῦσιν*

접속법단수 ἐκχαλινῶ

ἐκχαλινοῖς

ἐκχαλινοῖ

쌍수 ἐκχαλινῶτον

ἐκχαλινῶτον

복수 ἐκχαλινῶμεν

ἐκχαλινῶτε

ἐκχαλινῶσιν*

기원법단수 ἐκχαλινοῖμι

ἐκχαλινοῖς

ἐκχαλινοῖ

쌍수 ἐκχαλινοῖτον

ἐκχαλινοίτην

복수 ἐκχαλινοῖμεν

ἐκχαλινοῖτε

ἐκχαλινοῖεν

명령법단수 ἐκχαλίνου

ἐκχαλινούτω

쌍수 ἐκχαλινοῦτον

ἐκχαλινούτων

복수 ἐκχαλινοῦτε

ἐκχαλινούντων, ἐκχαλινούτωσαν

부정사 ἐκχαλινοῦν

분사 남성여성중성
ἐκχαλινων

ἐκχαλινουντος

ἐκχαλινουσα

ἐκχαλινουσης

ἐκχαλινουν

ἐκχαλινουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐκχαλινοῦμαι

ἐκχαλινοῖ

ἐκχαλινοῦται

쌍수 ἐκχαλινοῦσθον

ἐκχαλινοῦσθον

복수 ἐκχαλινούμεθα

ἐκχαλινοῦσθε

ἐκχαλινοῦνται

접속법단수 ἐκχαλινῶμαι

ἐκχαλινοῖ

ἐκχαλινῶται

쌍수 ἐκχαλινῶσθον

ἐκχαλινῶσθον

복수 ἐκχαλινώμεθα

ἐκχαλινῶσθε

ἐκχαλινῶνται

기원법단수 ἐκχαλινοίμην

ἐκχαλινοῖο

ἐκχαλινοῖτο

쌍수 ἐκχαλινοῖσθον

ἐκχαλινοίσθην

복수 ἐκχαλινοίμεθα

ἐκχαλινοῖσθε

ἐκχαλινοῖντο

명령법단수 ἐκχαλινοῦ

ἐκχαλινούσθω

쌍수 ἐκχαλινοῦσθον

ἐκχαλινούσθων

복수 ἐκχαλινοῦσθε

ἐκχαλινούσθων, ἐκχαλινούσθωσαν

부정사 ἐκχαλινοῦσθαι

분사 남성여성중성
ἐκχαλινουμενος

ἐκχαλινουμενου

ἐκχαλινουμενη

ἐκχαλινουμενης

ἐκχαλινουμενον

ἐκχαλινουμενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to unbridle

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION