헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

εἰδωλοποιέω

ε 축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: εἰδωλοποιέω εἰδωλοποιήσω

형태분석: εἰδωλοποιέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from ei)dwlopoio/s

  1. to form an image

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰδωλοποίω

εἰδωλοποίεις

εἰδωλοποίει

쌍수 εἰδωλοποίειτον

εἰδωλοποίειτον

복수 εἰδωλοποίουμεν

εἰδωλοποίειτε

εἰδωλοποίουσιν*

접속법단수 εἰδωλοποίω

εἰδωλοποίῃς

εἰδωλοποίῃ

쌍수 εἰδωλοποίητον

εἰδωλοποίητον

복수 εἰδωλοποίωμεν

εἰδωλοποίητε

εἰδωλοποίωσιν*

기원법단수 εἰδωλοποίοιμι

εἰδωλοποίοις

εἰδωλοποίοι

쌍수 εἰδωλοποίοιτον

εἰδωλοποιοίτην

복수 εἰδωλοποίοιμεν

εἰδωλοποίοιτε

εἰδωλοποίοιεν

명령법단수 εἰδωλοποῖει

εἰδωλοποιεῖτω

쌍수 εἰδωλοποίειτον

εἰδωλοποιεῖτων

복수 εἰδωλοποίειτε

εἰδωλοποιοῦντων, εἰδωλοποιεῖτωσαν

부정사 εἰδωλοποίειν

분사 남성여성중성
εἰδωλοποιων

εἰδωλοποιουντος

εἰδωλοποιουσα

εἰδωλοποιουσης

εἰδωλοποιουν

εἰδωλοποιουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰδωλοποίουμαι

εἰδωλοποίει, εἰδωλοποίῃ

εἰδωλοποίειται

쌍수 εἰδωλοποίεισθον

εἰδωλοποίεισθον

복수 εἰδωλοποιοῦμεθα

εἰδωλοποίεισθε

εἰδωλοποίουνται

접속법단수 εἰδωλοποίωμαι

εἰδωλοποίῃ

εἰδωλοποίηται

쌍수 εἰδωλοποίησθον

εἰδωλοποίησθον

복수 εἰδωλοποιώμεθα

εἰδωλοποίησθε

εἰδωλοποίωνται

기원법단수 εἰδωλοποιοίμην

εἰδωλοποίοιο

εἰδωλοποίοιτο

쌍수 εἰδωλοποίοισθον

εἰδωλοποιοίσθην

복수 εἰδωλοποιοίμεθα

εἰδωλοποίοισθε

εἰδωλοποίοιντο

명령법단수 εἰδωλοποίου

εἰδωλοποιεῖσθω

쌍수 εἰδωλοποίεισθον

εἰδωλοποιεῖσθων

복수 εἰδωλοποίεισθε

εἰδωλοποιεῖσθων, εἰδωλοποιεῖσθωσαν

부정사 εἰδωλοποίεισθαι

분사 남성여성중성
εἰδωλοποιουμενος

εἰδωλοποιουμενου

εἰδωλοποιουμενη

εἰδωλοποιουμενης

εἰδωλοποιουμενον

εἰδωλοποιουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰδωλοποιήσω

εἰδωλοποιήσεις

εἰδωλοποιήσει

쌍수 εἰδωλοποιήσετον

εἰδωλοποιήσετον

복수 εἰδωλοποιήσομεν

εἰδωλοποιήσετε

εἰδωλοποιήσουσιν*

기원법단수 εἰδωλοποιήσοιμι

εἰδωλοποιήσοις

εἰδωλοποιήσοι

쌍수 εἰδωλοποιήσοιτον

εἰδωλοποιησοίτην

복수 εἰδωλοποιήσοιμεν

εἰδωλοποιήσοιτε

εἰδωλοποιήσοιεν

부정사 εἰδωλοποιήσειν

분사 남성여성중성
εἰδωλοποιησων

εἰδωλοποιησοντος

εἰδωλοποιησουσα

εἰδωλοποιησουσης

εἰδωλοποιησον

εἰδωλοποιησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 εἰδωλοποιήσομαι

εἰδωλοποιήσει, εἰδωλοποιήσῃ

εἰδωλοποιήσεται

쌍수 εἰδωλοποιήσεσθον

εἰδωλοποιήσεσθον

복수 εἰδωλοποιησόμεθα

εἰδωλοποιήσεσθε

εἰδωλοποιήσονται

기원법단수 εἰδωλοποιησοίμην

εἰδωλοποιήσοιο

εἰδωλοποιήσοιτο

쌍수 εἰδωλοποιήσοισθον

εἰδωλοποιησοίσθην

복수 εἰδωλοποιησοίμεθα

εἰδωλοποιήσοισθε

εἰδωλοποιήσοιντο

부정사 εἰδωλοποιήσεσθαι

분사 남성여성중성
εἰδωλοποιησομενος

εἰδωλοποιησομενου

εἰδωλοποιησομενη

εἰδωλοποιησομενης

εἰδωλοποιησομενον

εἰδωλοποιησομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. to form an image

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION